Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2009

Η ΦΥΣΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΧΡΙΣΤΑΝΙΚΗΣ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ

Αρχιμανδρίτη Γεωργίου Καψάνη, Καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου, Αγίου Όρους


α) Η φύσις και αποστολή της Ιερωσύνης.

Την ευθύνην και το λειτούργημα της διαποιμάνσεως του πιστού λαού του Θεού αναλαμβάνουν δια της χειροτονίας των οι Ποιμένες της Εκκλησίας, ήτοι ο Επίσκοπος και ο Πρεσβύτερος και ο τούτων βοηθός εν τη διακονία των Μυστηρίων διάκονος (ιη’ της Α΄), χαρακτηριζόμενοι και ως «προεστώτες» αυτής (α΄ Αντιοχ.).
Οι ι. Κανόνες διακρίνουν τας εξής τάξεις εν τη Εκκλησία: Ιερωμένους ή ιερατικούς (επισκόπους – πρεσβύτερους – διακόνους), κληρικούς (υπηρέτας – ψάλτας – εφορκιστάς – θυρωρούς – αναγνώστας), (κδ’ Λαοδ.) και λαϊκούς (οζ’ ΣΤ’., κζ’ Λαοδ.). Προς τούτοις έτεροι κανόνες προσθέτουν και τους ασκητάς. Η διάκρισις αύτη δεν είναι οντολογική, καθ’ όσον πάντες δια του Βαπτίσματος και των αγίων Μυστηρίων κοινωνούν της θείας ζωής του Χριστού, καθιστάμενοι μέτοχοι της σωζούσης χάριτος του Θεού και των αγαθών της Βασιλείας Του, και διάκονοι του θελήματός Του και της Εκκλησίας Του, αλλά λειτουργική λόγω της ιδιαιτέρας διακονίας εκάστου εις το σώμα του Χριστού.
Το ιερατικόν λειτούργημα αποτελεί «Θεού δωρεάν» και «χάρισμα» (στ’ Μέγα Βασιλείου), δωρηθέν παρά του Σωτήρος («παρ’ εμού φησίν, εδέξασθε το της ιερωσύνης αξίωμα» Εγκυκλ. Επιστ. Γενναδίου Κων/λεως) μη εξαρτώμενον εκ της δικαιοσύνης του λαμβάνοντος αυτό, ή εκ της κοινότητος αντιπροσωπευτικώ δικαίω ή ακόμη και εκ του χειροτονούντος, όστις δεν ενεργεί εξ ιδίας εξουσίας αλλ’ ως εντελοδόχος του Αρχιποίμενος Χριστού, και «δώσει λόγον τω πάντων κριτή» (β’ Κυρίλλου). Δια του διδομένου χαρίσματος ο ποιμήν ικανούται ίνα ποιμάνη τον λαόν του Θεού. Εντεύθεν και η ιερωσύνη χαρακτηρίζεται ως «θεία» (ι’ Σαρδ.) ή ως «το θείον και σεβάσμιον όνομα της ιερωσύνης» (κ’ Σαρδ.).
Ως χάρισμα η ιερωσύνη είναι συνέχεια και μετοχή εις την μίαν και μοναδικήν ιερωσύνην του Χριστού, η οποία έχει δωρηθή εις την Εκκλησίαν. Εις μόνον ιερεύς υπάρχει εις την Εκκλησίαν. Οι δε «άνθρωποι ιερείς» την ιερατείαν αυτού εν τη Εκκλησία λειτουργούντες» (Κανών Καρχηδόνος).
Λειτουργοί της ιερωσύνης του Χριστού είναι κατά πρώτον λόγον οι επίσκοποι, διό και ως ιερείς ή «του Θεού ιερείς» εις τους ιερούς Κανόνας χαρακτηρίζονται κυρίως οι Επίσκοποι, (μθ’, ξδ’, πα’ Καρθαγ.). Ο ιερατικός χαρακτήρ του λειτουργήματος των επισκόπων πιστούται εκ της προεδρικής αυτών θέσεως εις το μυστήριον της θείας Ευχαριστίας («προεστάναι θείου θυσιαστηρίου» α΄ Κυρίλλου), όπερ είναι και το κεντρικόν και συστατικόν της Εκκλησίας Μυστήριον. Εντεύθεν και ο επίσκοπος είναι ο κατ’ εξοχήν υπεύθυνος δια την μετάδοσιν «της προσφοράς» (ιγ’ Α΄), την επιβολήν και διακανονισμόν των επιτιμίων της αποχής από της θείας κοινωνίας, την αποδοχήν των μετανοούντων (ιβ’ Α΄) και αποκατάστασιν αυτών εις την θείαν κοινωνίαν, ως και την χειροτονίαν των λειτουργών των θείων Μυστηρίων.
Η μοναδική αυτή ιερατική «λειτουργία και φροντίς του λαού» (λστ’ Απ.) καθιστά τους επισκόπους «ιθυντάς» ή «καθηγητάς» (νγ’ Καρθαγ.), «επιστάτας των του Σωτήρος ποιμνίων», «ποιμένας» («της αρχιερωσύνης, δι’ ης ποιμαίνειν ετάχθησαν», ιστ’ ΑΒ’ ). Ούτοι είναι οι «οικονομούντες» τας Εκκλησίας (στ’ Β΄). Ως οικονόμοι των μυστηρίων του Θεού οι ποιμένες δέον να έχουν βαθείαν συνείδησιν, ότι δεν ασκούν ιδίαν εξουσίαν, ως χαρακτηριστικώς διδάσκει και ο ι. Χρυσόστομος: «ο δε λοιπόν ζητείται εν τοις οικονόμοις, ίνα πιστός τις ευρεθή. Τουτέστιν, ίνα μη τα δεσποτικά σφετερίσηται, ίνα μη ως δεσπότης εαυτώ εκδική, αλλ’ ως οικονόμος διοική. Οικονόμου γαρ το διοικείν τα εγκεχειρισθέντα καλώς∙ ουχ αυτώ λέγειν είναι τα δεσποτικά, αλλά τουναντίον του δεσπότου τα εαυτού». Είναι επίσης τα κέντρα ενότητος των ων προΐστανται Εκκλησιών, ως εικόνες και τύποι και εις τόπον Θεού, έχοντες την φροντίδα πάντων των εκκλησιαστικών πραγμάτων» «ως του Θεού εφορώντος» (λη’ Αποστ.).
Εντεύθεν κατανοείται και η απαίτησις των Κανόνων περί υπάρξεως ενός μόνον επισκόπου εν εκάστη επισκοπή. Περισσότεροι του ενός επίσκοποι θα εσήμαινε διάσπασιν της ενότητος της Εκκλησίας διά της οργανώσεως των μελών αυτής περί δύο ή και περισσοτέρους επισκόπους, κέντρα ενότητος. (ιε’ Ζ’, η’ Α’, ιστ’ της ΑΒ’).
Της ιερωσύνης του Χριστού μετέχουν και οι πρεσβύτεροι, συμποιμαίνοντες και συνδιοικούντες μετά του Επισκόπου τας επισκοπάς εν ταις ενορίαις. Ούτοι αξιούνται ωσαύτως «καθέδρας» και «προεδρίας» συμμετέχοντες του χαρίσματος και της ευθύνης του επισκόπου διό και οι απαιτήσεις των Κανόνων δια τα καθήκοντα των πρεσβυτέρων εν πολλοίς συμπίπτουν με τας αφορώσας τους επισκόπους.
Ο επίσκοπος, ως κέντρον ενότητος και ζώσα εικών του Χριστού εν εκάστη τοπική Εκκλησία, μόνος αυτός κέκτηται το δικαίωμα του χειροτονείν τους λειτουργούς της ενότητος της Εκκλησίας. Το δικαίωμα τούτο καθιστά τον επίσκοπον το μοναδικόν κέντρον ενότητος.
Ο επίσκοπος συνάπτει οιονεί γάμον μετά της λαχούσης αυτώ επισκοπής διό και ούτος οφείλει όπως μη εγκαταλείπη «της αυθεντικής αυτού καθέδρας» και «μη αμελείν της φροντίδος και της συνεχείας του ιδίου θρόνου» (οα’ Καρθαγ.). Η δε μετάθεσις επισκόπου θεωρείται πνευματική μοιχεία.
Οι πρεσβύτεροι και διάκονοι δια της χειροτονίας των συνδέονται μετά Ναού πόλεως, ή κώμης, ή Κοιμητηρίου, ή Μαρτυρίου, ή ιδρύματος, ή Μονής, εάν πρόκειται περί μοναχών. Χειροτονία κληρικού απολελυμένως γενομένη είναι άκυρος (στ’ Δ΄),εφ’ όσον δεν εξασφαλίζει οργανικήν σύνδεσιν του χειροτονουμένου προς το σώμα της Εκκλησίας, όπερ πάντοτε έχει ως κέντρον ενότητος και συνάξεων Ναόν τινα.
Τόσον ο επίσκοπος εν τη επισκοπή όσον και ο πρεσβύτερος εν τη κοινότητι, εν η διακονεί, είναι κέντρα, αλλά και λειτουργοί της ενότητος της Εκκλησίας συνάγοντες περί τον Χριστόν τον λαόν του Θεού. Κατά τον Κ Μουρατίδην «αι εν τη Εκκλησία διακρίσεις υφίστανται ακριβώς προς επίτευξιν της ενότητος των μελών του πληρώματος της Εκκλησίας και ουδόλως εις την διαίρεσιν ή αντίθεσιν αυτών».
Οι λαμβάνοντες το χάρισμα της ιερωσύνης υπέχουν βαρείας ευθύνας δια την κατά Χριστόν καθοδήγησιν και αύξησιν του ποιμνίου των. «…Επεί γαρ, ως άπαξ εγκεχειρισμένον ιερατικήν φροντίδα, ταύτης έχεσθαι μετ’ ευρωστίας πνευματικής, και οιον ανταποδύεσθαι τοις πόνοις και ιδρώτα τον έμμισθον εθελοντί υπομείναι». Αποστολή των ποιμένων και ιδία των επισκόπων είναι η «οικοδομή των λαών» και η καθοδήγησις αυτών εις τον κατά του διαβόλου και των παθών αγώνα. Ό,τι μετ’ ιδιαιτέρας εμφάσεως λέγουν οι β’ και γ’ Κανόνες της ΑΒ’ Συνόδου περί της διαποιμάνσεως των μοναχών ισχύει αναμφιβόλως και δια την διαποίμανσιν των εν τω κόσμω βιούντων. Ο ποιμήν εν πρώτοις δέον, «θεοφιλής» ων, να έχη την «πρόνοιαν της ψυχικής σωτηρίας» των ποιμαινομένων «αρτίως τω Θεώ» προσάγων τας ψυχάς αυτών (β’ ΑΒ). Τους αποδιδράσκοντας εκ της Μονής (ή της εν τω κόσμω εκκλησιαστικής ποίμνης) δέον να αναζητή «μετά πολλής της επιμελείας» και να αγωνίζεται «τη προσηκούση και καταλλήλω του πταίσαντος ιατρεία το νενοσηκός ανακτάσθαι και επιρρωνύειν». Μη πράττων τούτο πρέπει να αφορίζεται. «Ει γαρ ο ζώων αλόγων την προστασίαν εγχειριζόμενος, και του ποιμνίου καταμελών, ουκ ατιμώρητος καταλιμπάνεται. Ο των του Χριστού θρεμμάτων την ποιμαντικήν αρχήν καταπιστευθείς, και ραστώνη και ραθυμία την αυτών σωτηρίαν απεμπολών, πώς ου δίκας του τολμήματος εισπραχθήσεται;» (γ’ ΑΒ’).
Το ποιμαντικόν έργον δεν περιορίζεται μόνον εις τας κατ’ άτομον εποικοδομητικάς συνομιλίας ποιμένος και ποιμαινομένων, αλλά τελείται και εν τη ιερουργία των θείων Μυστηρίων και του λόγου του Θεού, ως και εν τη εν γένει πνευματική διακυβερνήσει του ποιμνίου. Ούτως οι ιεροί Κανόνες επιτάσσουν, όπως οι ποιμένες τελούν τα ιερά Μυστήρια κανονικώς και μετά κατάλληλον προετοιμασίαν μεταδίδοντες αυτά τοις αξίοις και ουδέποτε τοις αιρετικοίς∙ όπως κηρύττουν τακτικώς και ανελλιπώς τον θείον Λόγον κατά τας θείας Γραφάς και την Πατερικήν Παράδοσιν (ιθ’ ΣΤ’), ρυθμίζοντες τον λαόν «προς πίστιν ορθήν και πολιτείαν ενάρετον»∙ όπως μεριμνούν «δια την επιστροφήν των αιρετικών», ιδία οι επίσκοποι (ρκα’ Καρθαγ.)∙ όπως διαχειρίζωνται (οι επίσκοποι) τα οικονομικά της Εκκλησίας μετά των πρεσβυτέρων και των διακόνων και μεταδίδουν τοις χρείαν έχουσι κληρικοίς και λαϊκοίς (κε’ Αντιοχ., νθ’ Αποστ.)., «μετά φόβου Θεού και πάσης ευλαβείας» (μα’ Αποστ.), ωσαύτως επιτάσσουν όπως μη ασχολούνται με διοικητικάς και στρατιωτικάς υποθέσεις και ασχολίας επί εγκαταλείψει των ποιμαντικών των καθηκόντων (ι’ Ζ’, πγ’ Αποστ.), μη επιλαμβάνωνται οίκων και κτημάτων αλλοτρίων δια κέρδος, ειμή χάριν επιμελείας ορφανών και απροστατεύτων, κατ’ εντολήν του επισκόπου (γ’ Δ’), παρεμβαίνουν δε παρά τω βασιλεί και τοις άρχουσι, ως πατέρες πνευματικοί, μόνον προς συνηγορίαν υπέρ αδικουμένων, διωκομένων, ορφανών, χηρών και πτωχών (ζ, η’ Σαρδ.), διότι παρεμβάσεις εις τους άρχοντας δι’ ιδιοτελείς λόγους προκαλούν σκανδαλισμόν και στερούν τους επισκόπους της προς αυτούς παρρησίας. Έργον των ποιμένων είναι και η αποδοχή των μετανοούντων και επιστρεφόντων ως και η καταλλαγή αυτών τη Εκκλησία (νβ’ Αποστ., μγ’ Καρθαγ.).
Ιδιαιτέρως οι επίσκοποι είναι υπεύθυνοι δια την κατήχησιν των Κατηχουμένων και την εξέτασιν αυτών προ του Βαπτίσματος (μστ’ Λαοδ., οη’ Πενθ.) ως και την προστασίαν των μοναχών (δ’ Δ’). Εις τους υπ’ αυτόν δε κληρικούς οφείλει ο επίσκοπος αγάπην και αυτοί οφείλουν εις αυτόν υποταγήν (ιδ’ Σαρδ.), ως προς «Πατέρα» (η’ Καρθαγ.), καθ’ όσον «αυτός εστιν ο πεπιστευμένος τον λαόν του Κυρίου υπέρ των ψυχών αυτών λόγον απαιτηθησόμενος» (λθ’ Αποστ.).
Ούτως ο επίσκοπος είναι κυρίως και προεχόντως ποιμήν και φιλόστοργος πατήρ των πρεσβυτέρων («οικείος πατήρ» ιγ’ ΑΒ’ ) και πάντων των υπ’ αυτόν κληρικών και λαϊκών και ουχί διοικητής τις και άρχων ασκών απρόσωπον και ψυχράν διοίκησιν, μη εδραζομένην εις την αγάπην και μη προάγουσαν την κοινωνίαν των προσώπων. Ως εικόνες του Χριστού, οι επίσκοποι δέον να ακτινοβολούν και τα ποιμαντικά χαρίσματα Αυτού. Ενώ δε ο βασιλεύς (και γενικώς οι άρχοντες) είναι πρόσωπον εξωτερικόν και «σωματικόν», ο αρχιερεύς οφείλει να είναι πρόσωπον «εσωτερικόν και πνευματικόν, και του πρατοτάτου και αμνησικάκου Χριστού μιμητής γνησιώτατος». Ούτως ησθάνοντο και οι Πατέρες της Σαρδικής: «Επειδή ήσυχοι και υπομονητικοί οφείλομεν είναι, και διαρκή τον προς πάντας έχειν οίκτον» (ιη΄ Σαρδ.). Ομοίως αντιλαμβάνεται την αποστολήν του επισκόπου και ο βυζαντινός πολιτικός νόμος: «Επίσκοπος εστιν επιτηρητής και επιμελητής πασών των εκκλησιαζομένων ψυχών των εν τη αυτού επαρχία…. ίδιον δε Επισκόπου, τοις μεν ταπεινοίς συγκατέρχεσθαι, καταφρονείν δε των επαιρομένων… Και προκινδυνεύειν του ποιμνίου, και την εκείνων στενοχωρίαν, οικείαν οδύνην ποιείσθαι». Ως φιλόστοργος πατήρ ο επίσκοπος δέον να μη εγκαταλίπη επί μακρόν χρονικόν διάστημα την επαρχίαν του και «λυπείν τον εμπεπιστευμένον αυτώ λαόν» (Σαρδ. ια’). Γενικώς επίσκοποι και πρεσβύτεροι οφείλουν να μη αμελούν του υπ’ αυτούς κλήρου και λαού, παιδεύοντες αυτούς εις ευσέβειαν, εάν δε αμελούν αυτών αφορίζονται, επιμένοντες δε τη αμελεία και ραθυμία καθαιρούνται (νη’ Αποστ.).
Εν τη ενασκήσει του ποιμαντικού έργου οι ποιμένες διατρέχουν τον κίνδυνον να ασκούν τούτο ανθρωποκεντρικώς, ήτοι κατά την ιδίαν αυτών κρίσιν και όχι κατά το φρόνημα της Εκκλησίας. Προς αποφυγήν του κινδύνου τούτου οι ποιμένες εν τη διαχειρίσει των εκκλησιαστικών πραγμάτων και τη διακυβερνήσει των ψυχών δέον όπως ακολουθούν τους ιερούς Κανόνας, οι οποίοι εκφράζουν την θεανθρωπίνην βούλησιν της Εκκλησίας, επί αμφιβόλων δε ή και αμφισβητουμένων θεμάτων καταφεύγουν εις την συνοδικήν επίλυσιν αυτών. Διό οι επίσκοποι οφείλουν να μετέχουν εις τας συνόδους δια να διδάσκουν ή διδάσκωνται «εις κατόρθωσιν της Εκκλησίας και των λοιπών» (μ’ Λαοδ.). Οφείλουν επίσης να απευθύνωνται προς τον πρώτον μεταξύ αυτών δια τα γενικώτερα εκκλησιαστικά ζητήματα (λδ’ Αποστ.). Κατά τον ιδ’ της Ζ’ «ότι τάξις εμπολιτεύεται τη ιερωσύνη, πάσιν αρίδηλόν εστι. Και το συν ακριβεία διατηρείν τας της ιερωσύνης εγχειρήσεις Θεώ ευάρεστον».
Το καθήκον τούτο της συμμορφώσεως της πορείας της Εκκλησίας προς την βούλησιν του Κυρίου βαρύνει κυρίως τους επισκόπους, οίτινες είναι οι κατ’ εξοχήν διδάσκαλοι της Αληθείας χαρακτηριζόμενοι και ως «οφθαλμοί της Εκκλησίας». Εκ της καλής δε ή κακής καταστάσεως αυτών το όλο σώμα της Εκκλησίας συνδιακινδυνεύει ή συνδιασώζεται. Οι επίσκοποι, έχοντες το χάρισμα της διδασκαλίας της Αληθείας, δέον να είναι όλως ευαίσθητοι εις πάσαν προσπάθειαν λανθανούσης ή και φανεράς νοθεύσεως του εκκλησιαστικού βίου δια διδασκαλιών ή κατευθύνσεων ξένων ή και αντιθέτων προς το πνεύμα της Εκκλησίας. Έκαστος επίσκοπος δέον να αποτελή την αγρυπνούσαν συνείδησιν της Εκκλησίας διακρίνων τα «τη εκκλησιαστική πίστει σύμφωνα» (ι’ Καρθαγ.), ή και αντιτιθέμενα, αγωνιζόμενος δια την «επιστήμην», ήτοι την ακρίβειαν των δογμάτων, δια την «ομολογίαν της Καθολικής Εκκλησίας» και δια «την της αληθείας εκδικίαν» (ιζ’ Σαρδ.) Οι μέλλοντες να χειροτονηθούν επίσκοποι και πρεσβύτεροι δέον να είναι γνώσται των συνοδικώς δεδογμένων «ίνα μη ποιούντες κατά των όρων της συνόδου μεταμεληθώσιν» (ιη’ Καρθαγ.).
Το λειτούργημα τούτο, το οποίον ενεργοποιούν οι επίσκοποι ιδιαιτέρως εις τας Συνόδους, αλλά και εν ανάγκη προ αυτών δια της διακοπής του μνημοσύνου των εις κατεγνωσμένην αίρεσιν πεσόντων μητροπολιτών ή πατριαρχών προϋποθέτει γνώσιν θεολογικήν, όχι βεβαίως εν διανοητική μόνον έννοια, αλλά εν τη αγιοπατερική εννοία της μυστικής κοινωνίας και γνώσεως του Τριαδικού Θεού και των ενεργειών αυτού προς διάκρισιν από τας ενεργείας του διαβόλου. Άλλαις λέξεσιν ουχί μόνον «μορφωμένοι» ή κοινωνικώς δραστήριοι αλλ’ άγιοι και χαρισματούχοι επίσκοποι εκφράζουν την αλάθητον συνείδησιν της Εκκλησίας. Υπερβολική ενασχόλησις των επισκόπων με τα κοινωνικά έργα είναι δυνατόν να απορροφήση αυτούς ολοτελώς και να παρασύρη αυτούς εις μίαν ανθρωποκεντρικήν ποιμαντικήν, ήτις δεν θα επιτρέπη εις αυτούς να είναι οι κατ’ εξοχήν θεολόγοι, διδάσκαλοι και οδηγοί του λαού του Θεού εις την Αλήθειαν της Εκκλησίας.

β. Προσόντα και καθήκοντα των Ποιμένων. Απαίτησις της Εκκλησίας δια τους Ποιμένας, εκφραζομένη δια των ι. Κανόνων, είναι όπως ούτοι παρέχουν εις τους πιστούς υπόδειγμα αγίας ζωής, όντες «κανόνες πίστεως» και αγιότητος ή κατά τον ιβ’ της Λαοδικείας «όντες εκ πολλού δεδοκιμασμένοι εν τε τω λόγω της πίστεως και τη ευθέως βίου πολιτεία». Η επί πολύν χρόνον δοκιμασία εις έκαστον βαθμόν είναι αναγκαία δια να αποδειχθή «η πίστις (αυτών) και η των τρόπων καλοκαγαθία, και η στερρότης και η επιείκεια, γνώριμος γενέσθαι δυνήσεται» (ι’ Σαρδ.). Μετά τοιαύτην δοκιμασίαν το ποίμνιον δύναται να αναγνωρίση τους ποιμένας ως οδηγούς και διδασκάλους του.
Το ποιμαντικό έργον δύναται να ασκήται μόνον υφ’ όσων «ο βίος ορθός εστί και μηδέν τούτοις αντίκειται» (ιβ’ Θεοφ.). Το δε «εν λαϊκοίς επιλήψιμον πολλώ μάλλον εν κληρικοίς οφείλει καταδικάζεσθαι» (ε’ Καρθαγ.). Οι «τω θυσιαστηρίω προσεδρεύοντες, ήτοι δουλεύοντες» οφείλουν να τηρούν σωφροσύνην και εγκράτειαν (δ’ Καρθαγ.) δια να έχουν και την προς τον Θεόν παρρησίαν «ίνα ο παρά του Θεού απλώς αιτούσιν, επιτυχείν» (γ’ Καρθαγ.). Δια δε «την ολίγων αναισχυντίαν πλεονάκις το θείον και σεβασμιώτατον όνομα της ιερωσύνης εις κατάγνωσιν εληλυθέναι» (κ’ Σαρδ.), ή λοιδορείται υπό των ανθρώπων (κστ’ Δ΄).
Οι ι. Κανόνες εφιστούν την προσοχήν των κληρικών δια το ανεπίληπτον της συμπεριφοράς των. Δια των γνωστών κωλυμάτων εμποδίζονται από της ιερωσύνης οι μετά το βάπτισμα υποπεσόντες εις βαρέα αμαρτήματα, ενώ μη κωλυτικά της ιερωσύνης αμαρτήματα εξαλείφονται δια της χάριτος της χειροτονίας (θ’ Νεοκ.).
Η Εκκλησία απαιτεί από τους υποψηφίους κληρικούς καθαρότητα βίου επιτρέπουσαν την ιερουργίαν ενώπιον του καθαροτάτου Κυρίου, «ώστε τους εν κλήρω καταλεγομένους και άλλοις τα θεία διαπορθμεύοντας, καθαρούς αποφήναι και λειτουργούς αμώμους, και της νοεράς του μεγάλου Θεού και θύματος, και αρχιερέως, θυσίας αξίους». Εκτός τούτου είναι ανακόλουθον «ευλογείν έτερον τον τα οικεία τημελείν οφείλοντα τραύματα» (γ’ ΣΤ’).
Εντεύθεν και η υπό των χειροτονούντων ακριβής εξέτασις του βίου των χειροτονουμένων και των συνθηκών, υφ’ ας εισέρχονται εις τον κλήρον, είναι απαραίτητος. Μόνον όταν ευρεθή αδιάβλητος ο υποψήφιος είναι δυνατόν να χειροτονήται. Ούτω θα διατηρήται καθαρόν το «συνειδός» των χειροτονούντων και αδιάβλητος «η ιερά και σεπτή λειτουργία». Ως κριτήριον δε δια την ανύψωσιν εις την ιερωσύνη δέον να λαμβάνεται υπ’ όψιν μόνον η προσωπική αξία και αρετή του χειροτονουμένου και όχι η από γένους ιερατικού καταγωγή του.
Οι κληρικοί πρέπει να είναι ιδιαιτέρως ευαίσθητοι εις παν ό,τι θα εσκανδάλιζε τους ανθρώπους, αποφεύγοντες ενεργείας, αι οποίαι πιθανόν να μη βλάπτουν αυτούς, αλλά σκανδαλίζουν το ποίμνιον. Επι πλέον οι ποιμένες οφείλουν να είναι «απαθείς», διότι εμπαθείς όντες καθίστανται αναίσθητοι και υπόκεινται εις την οργήν του Θεού και εις βαρέα επιτίμια, ως παραβάται των θείων εντολών και των Αποστολικών διατάξεων (δ’ Ζ’).
Η όλη στάσις και εμφάνισις των κληρικών δέον να είναι κοσμία, σεμνή και ταπεινόφρων. «Πάσα βλακεία και κόσμησις σωματική, αλλότριαί εισι της ιερατικής τάξεως, και καταστάσεως». Διό και οι ιερωμένοι δέον να μη κοσμούνται «δι’ εσθήτων λαμπρών και περιφανών», να μη «χρίωνται μύρα», και να περίκεινται «μετρίαν και σεμνήν αμφίεσιν», διότι «παν ο μη δια χρείαν, αλλά δια καλλωπισμόν παραλαμβάνεται, περπερείας (κενοδοξίας) έχει κατηγορίαν, ως ο μέγας έφη Βασίλειος» (ιστ’ Ζ’). Εις πάσαν δε περίστασιν, ακόμη και εις τας σεμνάς κοινωνικάς αναστροφάς, ως είναι αι συνεστιάσεις μετά «θεοφόβων και ευλαβών ανδρών», δέον να αποβλέπη εις την πνευματικήν ωφέλειαν των μεθ’ ων συναναστρέφεται∙ «ίνα και αυτή η συνεστίασις προς κατόρθωσιν πνευματικήν απάγη» (κβ’ Ζ’). Χρέος τέλος του ιερωμένου είναι όπως οδηγή και τα τέκνα του εις την χριστιανικήν ζωήν αποτρέπων ταύτα από εφαμάρτων διασκεδάσεων.
Είναι αυτονόητον ότι το ιερατικόν ήθος, ως απαιτούν και περιγράφουν αυτό οι ι. Κανόνες, δεν είναι εξωτερική συμμόρφωσις προς αντικειμενικόν τινά ηθικόν νόμον, αλλά το ήθος της ελευθέρας και εξ αγάπης υπακοής εις το θέλημα του Θεού. Η προς τους αδελφούς εξ άλλου αγάπη υποχρεοί έσωθεν τον ιερωμένον όπως προσέχη την εξωτερικήν διαγωγήν του, δια να μη παράσχη αφορμάς σκανδάλου εις τους αδελφούς του, κατά το «πάντα μοι έξεστιν, αλλ’ ου πάντα συμφέρει…» (Α’ Κορ. στ΄ 12). Ο άξιος ιερωμένος προσέχει πάντοτε να μη προτιμά «τα είδωλα του Χριστού», υπό τον όρον «είδωλα» νοουμένων πάντων των απολυτοποιουμένων και θεοποιουμένων σχετικών καθ’ εαυτάς αξιών (στ’ Βασιλ.) και να μη προδίδη δεύτερον τον «άπαξ υπέρ ημών σταυρωθέντα», έχων συνείδησιν ότι εν τη Εκκλησία «πεπιστεύμεθα σώμα και αίμα Χριστού». Το ιερατικόν ήθος, ως και το χριστιανικόν γενικώτερον ήθος, έχει χριστολογικήν και εκκλησιολογικήν βάσιν. Η μετοχή εις το κοινόν σώμα και αίμα Χριστού δίδει εις τον ιερωμένον την δυνατότητα της θεανθρωπίνης αγάπης και του θεανδρικού ήθους του Χριστού.