Γύρω ἀπὸ τὸ πῶς καὶ μὲ ποιὸ τρόπο ἡ ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ εἶναι εἰκόνα τοῦ κόσμου τοῦ συγκροτημένου ἀπὸ ὁρατὲς κι ἀόρατες ὀντότητες.
Μ' ἕνα δεύτερο συμβολισμὸ τῆς θεωρίας του, ἔλεγε, ὅτι ἡ ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ εἶναι τύπος καὶ εἰκόνα ὁλόκληρου τοῦ κόσμου, ποὺ εἶναι συγκροτημένος ἀπὸ ὁρατὲς κι ἀόρατες ὀντότητες. Γιατί ἐπιδέχεται τὴν ἴδια μ' ἐκεῖνον καὶ ἕνωση καὶ διάκριση.(18)
Ἐκείνη δηλαδὴ κατὰ τὴν κατασκευή της ἀποτελεῖ ἑνιαῖο οἰκοδόμημα, θὰ δεχθῆ ὡστόσο τὸ διαφορισμὸ μὲ βάση κάποιο γνώρισμα, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴ θέση καὶ τὸ σχῆμα καὶ θὰ διαφοροποιηθῆ στὸ χῶρο, ποὺ εἶναι προωρισμένος γιὰ τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς λειτουργοὺς μόνο, ποὺ τὸν λέμε ἱερὸ βῆμα (ἱερατεῖο), καὶ στὸ χῶρο ποὺ εἶναι ἀνοιχτὸς γιὰ νὰ εἰσέλθουν ὅλα τὰ πιστὰ πλήθη καὶ ποὺ τὸν λέμε ναό. Παραμένει ὡστόσο μία κατὰ τὴν ὕπαρξη, χωρὶς νὰ συμμερίζεται τὴ διαίρεση τῶν μερῶν της, ποὺ ὀφείλεται στὴ διαφορὰ ποὺ αὐτὰ ἔχουν μεταξύ τους. Ἀλλὰ καὶ τὰ ἴδια τὰ μέρη, μὲ τὴν ἀναφορά τους πρὸς τὴ δική της ἑνότητα, τ' ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὴν ὀνομαστικὴ διαφορά τους καὶ δείχνει τὴ μεταξὺ τῶν δύο ταυτότητα. Κι ἐνῷ ὑπάρχουν ἀμοιβαῖα τὸ ἕνα γιὰ τὸ ἄλλο φανερώνει τί ἀποτελεῖ τὸ καθένα ἀπὸ τὰ δύο γιὰ τὸν ἑαυτὸ του• δείχνει τὸ ναὸ ἱερὸ βῆμα κατὰ τὴ δύναμη, ἐπειδὴ ἀποκτᾶ ἱερότητα μὲ τὴν ἀναφορὰ τῆς μυσταγωγίας πρὸς τὸ ἱερὸ τέλος της. Καὶ πάλι κατ' ἀντιστροφὴ δείχνει τὸ ἱερὸ βῆμα ναό, ἐπειδὴ κατὰ τὴ διεξαγωγὴ τῆς μυσταγωγίας αὐτῆς ἔχει τὸ ναὸ ὡς ἀρχή του. Καὶ ἡ Ἐκκλησία μέσα στὰ δύο μένει μία καὶ ἡ ἴδια.
Ἔτσι κι ὁ κόσμος ὁλόκληρος τῶν ὄντων, ποὺ προῆλθε δημιουργικὰ ἀπὸ τὸ Θεό, μοιράζεται στὸ νοητὸ κόσμο, ποὺ τὸν ἀπαρτίζουν νοερὲς κι ἀσώματες ὀντότητες, καὶ σ' αὐτὸν ἐδῶ τὸν αἰσθητὸ κόσμο καὶ σωματικό, ποὺ ἔχει μὲ τρόπο μεγαλοφυῆ συνυφανθῆ ἀπὸ πολλὰ εἴδη καὶ φύσεις. Ὅλος ὁ κόσμος, μ' αὐτὴ τὴ χειροποίητη, φανερώνεται μὲ σοφία πὼς εἶναι μιὰ κατ' ἄλλο τρόπο ἀχειροποίητη Ἐκκλησία. Εἶναι ἱερὸ βῆμα, ἐπειδὴ περιέχει τὸν ἄνω κόσμο, ποὺ ἔχει παραδοθῆ στὶς ἄνω δυνάμεις• κι εἶναι ναός, ἐπειδὴ περιέχει τὸν κάτω, ποὺ ἔχει παραχωρηθῆ σ' ἐκείνους, ποὺ τοὺς ἔλαχε ἡ ζωὴ τῶν αἰσθήσεων.
Κι εἶναι πάλι ἕνας ἑνιαῖος κόσμος, ποὺ δὲν ὑφίσταται τὴ διαίρεση τῶν μερῶν του, ἀλλὰ ἀντίθετα καὶ τῶν ἴδιων τῶν μερῶν του τὴ διαφορά, σύμφωνα μὲ τὴν ἀτομική τους φύση, τὴν περιορίζει μὲ τὴν ἀναφορὰ του πρὸς τὴν ἴδια του τὴν ἑνότητα καὶ τὴν ἄρνηση τῆς διαιρετότητάς του. Μᾶς δείχνει ὅτι ταυτίζονται ἀμοιβαῖα μεταξύ τους καὶ μ' αὐτόν, χωρὶς σύγχυση κι ὅτι εἰσέρχονται ὁλόκληρο τὸ ἕνα μέσα σὲ ὁλόκληρο τὸ ἄλλο. Καὶ σὰν μέρη καὶ τὰ δύο μαζί, ὁλοκληρώνουν τὸ σύνολο τοῦ κόσμου καὶ σύμφωνα μὲ τὸν κόσμο αὐτὸν σὰν σύνολο, ὁλοκληρώνονται τὸ καθένα ἀπὸ τὰ δύο σὰν μέρη κατὰ ἑνότητα καὶ ὁλικότητα. Ὁλόκληρος δηλαδὴ ὁ νοητὸς κόσμος μέσα σὲ ὁλόκληρο τὸν αἰσθητὸ φαίνεται ὅτι ἀποτυπώνεται κατὰ τρόπο μυστικὸ μὲ συμβολικὲς μορφές, γιὰ ὅσους ἔχουν τὴ δύναμη νὰ βλέπουν. Καὶ ὁλόκληρος ὁ αἰσθητὸς κόσμος βρίσκεται μέσα σὲ ὁλόκληρο τὸ νοητὸ ἁπλοποιημένος σὲ λόγους κατὰ τὴ γνωστικὴ ἐνέργεια τοῦ νοῦ. Βρίσκεται ὁ αἰσθητὸς μέσα στὸ νοητὸ μὲ τοὺς λόγους κι ὁ νοητὸς μέσα στὸν αἰσθητὸ μὲ τοὺς τύπους. Καὶ εἶναι τὸ ἔργο τους ἕνα, σὰ νὰ ἤτανε ἕνας τροχὸς μέσα σὲ ἄλλον τροχό, λέει ὁ θαυμάσιος τῶν μεγάλων ὁραματιστὴς Ἰεζεκιήλ, μιλῶντας, νομίζω, γιὰ τοὺς δύο κόσμους. Ἀλλὰ κι ὁ θεῖος Ἀπόστολος λέει σχετικά: Οἱ ἀόρατες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου γίνονται ὁρατές, ὅταν νοηθοῦν μὲ βάση τὰ δημιουργήματά του. Κι ἂν γίνωνται ὁρατὰ ὅσα δὲ φαίνονται μὲ τὴ δύναμη ἐκείνων ποὺ φαίνονται, ὅπως ἔχει γραφῆ, πολὺ περισσότερο μὲ ὅσα δὲ φαίνονται θὰ γίνουν νοητὰ ὅσα φαίνονται ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ὑψώνουν τὸ πνεῦμα τους στὴν πνευματικὴ θεωρία.(19) Γιατί ἡ συμβολικὴ θεώρηση τῶν νοητῶν μὲ βάση τὰ ὁρατὰ εἶναι ἡ πνευματικὴ γνώση καὶ νόηση τῶν ὁρατῶν μὲ βάση τὰ ἀόρατα. Ἐπειδὴ πρέπει ὅσα δηλώνουν τὸ ἕνα τὸ ἄλλο νὰ ἔχουν ἀληθινὲς ὁπωσδήποτε καί ὁλοφάνερες τὶς μεταξὺ τοὺς δηλώσεις καὶ ἄθικτη ὅποια σχέση θεμελιώνεται ἐπάνω τους.
--------------------------------------------------------------------------------
Ὑποσημειώσεις
18. Ἂν στὸ κεφ. Α’ ὁ ἅγιος Μάξιμος ἔχη παρουσιάσει τὴν Ἐκκλησία σὰν κοινωνία μέσα στὸ Χριστό, σὰν εἰκόνα τῆς ἕνωσης τοῦ Θεοῦ μὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο, στὸ κέφ. Β' παρουσιάζει τὸ οἰκοδόμημα τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τοὺς πιστοὺς συγκεντρωμένους σ' αὐτό, σὰν εἰκόνα ὁλόκληρης τῆς δημιουργίας, σὰν εἰκόνα τῆς ἕνωσης καὶ τῆς διάκρισης ἀνάμεσα στὴν τάξη τῶν σωματικῶν ἢ ὁρατῶν ὄντων καὶ τῶν ἀσώματων ἢ ἀόρατων ὄντων. Τὸ ἐσωτερικό της Ἐκκλησίας ἔχει χῶρο προωρισμένο γιὰ τοὺς ἱερεῖς (ἱερὸ βῆμα) καὶ χῶρο προωρισμένο γιὰ τοὺς λαϊκοὺς πιστοὺς (ναός). Μὰ καὶ τὰ δύο αὐτὰ μέρη, μὲ ὅσους βρίσκονται σ' αὐτά, εἶναι συνδεδεμένα μεταξύ τους καὶ συμπληρώνονται, συνιστῶντας ἑνότητα καὶ παίρνοντας ἕνα μόνο ὄνομα μὲ τὴν ἀναφορά τους στὸν ἴδιο καὶ μοναδικὸ σκοπὸ καὶ μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι κάθε μέρος εἶναι, τὴν ἴδια ὥρα, ἀμοιβαῖα ὅ,τι εἶναι τὸ ἄλλο μέρος. Ὁ ναὸς εἶναι ἱερὸ βῆμα δυνάμει, μὲ τὴν προχώρηση πρὸς τὸ σκοπὸ ποὺ εἶναι ἡ ἁγιαστικὴ πράξη, καὶ τὸ ἱερὸ βῆμα εἶναι ναὸς ἐνεργείᾳ, ἐπειδὴ μέσα στὸ ναὸ ἀρχίζει ἢ ἁγιαστικὴ δράση του. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, ὁ δημιουργημένος κόσμος διαιρεῖται σὲ κόσμο νοητό, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ ἀσώματα ὄντα, καὶ σὲ κόσμο αἰσθητό, ποὺ συγκροτεῖται ἀπὸ πολλὰ εἴδη καὶ ὑπάρξεις καὶ εἶναι σὰν μιὰ ἄλλη ἀχειροποίητη Ἐκκκλησία. Ἔχει σὰν ἱερὸ βῆμα τὸν ἄνω κόσμο, προωρισμένο γιὰ τὶς ἀγγελικὲς δυνάμεις καὶ σὰν ναὸ τὸν κόσμο ἐδῶ κάτω, προωρισμένο γι' αὐτοὺς ποὺ ζοῦν μὲ τὶς αἰσθήσεις. Ἀλλὰ κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ὁ κόσμος ἢ ἡ ἀχειροποίητη αὐτὴ Ἐκκλησία, ἀποτελεῖ ἐπίσης μιὰν ἑνότητα μὲ τὴν ἀναγωγὴ ὅλων στὴν ἑνότητά της, ποὺ ἑνώνει ὅλα τὰ στοιχεῖα χωρὶς νὰ τὰ συγχέη. Ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης ἔχει περιγράψει πρὶν ἀπὸ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὴν ὁμοιότητα ἀνάμεσα στὸν ἱερατικὸ χῶρο τοῦ κόσμου καὶ τὸν ἱερατικὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, λέγοντας ὅτι πρῶτος εἶναι ὁ κόσμος τῶν ἀγγέλων. Ὁ ἅγιος Μάξιμος περιγράφει τὴ σχέση ἀνάμεσα στὸ σύνολο κόσμο καὶ στὴ σύνολη Ἐκκλησία.
19. Ἔχομε δώσει πιὸ πάνω στὴν ἰδέα τοῦ ἁγίου Μαξίμου τὸ ἑξῆς νόημα: ὅπως τὰ μέρη ἑνὸς ὀργάνου ἀναφέρονται στὸ λόγο τοῦ ὀργάνου ποὺ εἶναι ἡ αἰτία τους, καὶ ὅπως τὰ ὄργανα ἀναφέρονται στὸ λόγο τοῦ ὀργανισμοῦ καθὼς στὴν ἑνιαία αἰτία τους ποὺ τὰ κρατεῖ ἑνωμένα, ἔτσι κι ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου ἀναφέρονται στὸν ἑνοποιημένο λόγο τοῦ σύνολου ὁρατοῦ κόσμου. Ὁ ἅγιος Μάξιμος προσθέτει ἐδῶ ὅτι ἐπίσης τὰ δύο κύρια μέρη τοῦ κόσμου, τὸ ὁρατὸ μέρος καὶ τὸ ἀόρατο ἢ ἀγγελικό, ἀναφέρονται στὸ λόγο τους σὰν σὲ ὅλο συνθεμένο ἀπὸ δύο μέρη. Ἀλλὰ ὅπως δύο ὄργανα ἔχουν τὸ λόγο τῆς συμπληρωματικότητάς τους σ' ἕνα ἀνώτερο λόγο, κι ὁ λόγος αὐτὸς εἶναι ὁ κοινὸς λόγος τους, ὅμοια ὁ συμπληρωματικὸς λόγος τῶν δύο μερῶν εἶναι λόγος ἀνώτερος σὲ σχέση μ’ αὐτά, ἕνας λόγος ποὺ δὲν προέρχεται ἀπὸ αὐτά. Καθένα ἀπὸ τὰ δύο αὐτὰ μέρη βρίσκεται, ἐξαιτίας τοῦ λόγου του, ὁλόκληρο μέσα σὲ ὁλόκληρο τὸ ἄλλο μέρος. Δὲν εἶναι χωρισμένα, ἀλλὰ συμπληρώνονται μὲ τὸ λόγο τοῦ ὅλου, μέσα στὸν ὁποῖο βρίσκονται. Ἔχομε διαπιστώσει ὅτι ὁ ἅγιος Μάξιμος βλέπει ἀνάμεσα στὰ δύο μέρη τῆς χειροποίητης Ἐκκλησίας μιὰ δυναμικὴ σχέση. Βλέπει, ἀκόμα, μιὰν ἀλληλεπίδραση ἀνάμεσα στὴν τάξη τῶν ἀγγέλων καὶ στὴν ὁρατὴ τάξη τοῦ κόσμου. Ἡ ἀλληλεπίδραση αὐτὴ συνίσταται πρώτιστα σὲ μιὰ συμβολικὴ ἀποκάλυψη σύνολου τοῦ ἀγγελικοῦ κόσμου μέσα στὰ σύμβολα τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου, γιὰ ὅσους εἶναι ἱκανοὶ νὰ δοῦν' ὅμοια συνίσταται στὴν ἐμπλοκὴ σύνολης τῆς ἀγγελικῆς τάξης μέσα στὴ σύνολη νοητὴ τάξη μὲ τοὺς γνωστοὺς νοητικὰ λόγους, ἀπὸ μέρους τῆς νοητῆς τάξης. Κάθε ἀγγελικὸς νοῦς συγκρατεῖ μέσα του τοὺς λόγους ὅλῶν τῶν αἰσθητῶν πραγματικοτήτων, ἐπάνω στοὺς βαθμοὺς τῆς νόησης, πιὸ ψηλὰ πάντα καί, ἄρα, σὲ μιὰ ἀμοιβαιότητα μεταξύ τους, καθὼς τὰ συγκρατοῦν σ' ἕνα ἐπίπεδο κατώτερο καὶ σὲ μιὰ πρόοδο συνεχῆ καὶ μὲ κοινὸ τρόπο ἐπίσης οἱ ἀνθρώπινες διάνοιες. Ἔτσι ἡ αἰσθητὴ τάξη περιέχεται μέσα στὴν ἀγγελικὴ τάξη μὲ τοὺς λόγους καὶ ἡ ἀγγελικὴ τάξη ἀποκαλύπτεται μέσα στὴν αἰσθητὴ τάξη μὲ τὶς εἰκόνες (τύπους). Καὶ τὸ ἔργο τους εἶναι ἕνα καὶ τὸ αὐτό• ἡ γνώση τοῦ ἴδιου περιεχομένου καὶ ἡ διατήρηση μέσα σ' αὐτὸ σὰν «ἕνας τροχὸς μέσα σὲ τροχό» Ἰεζεκ. Ι, 16). Μὰ γιὰ νὰ φαίνωνται τὸ ἕνα μέσα στὸ ἄλλο αὐτὰ τὰ δύο μέρη τοῦ κόσμου, πρέπει νὰ παραμένουν σὲ σχέση ἁρμονικῆς ἰσορροπίας, ποὺ προϋποθέτει μιὰ κοινὴ αἰτία ποὺ συνεχίζει νὰ τὰ συγκρατῆ. Ὁ ἅγιος Μάξιμος δὲ δείχνει ἀκριβέστερα σὲ τί συνίσταται ἡ σχέση αὐτή. Ἀλλὰ ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, ποὺ τοῦ ἔχει δανείσει τὴν ἰδέα τοῦ συνδέσμου ἀνάμεσα στὴν ἀγγελικὴ τάξη καὶ τὴν τάξη τὴν ἐκκλησιαστική, βλέπει τὴ σχέση αὐτὴ ὄχι μόνο σὰν μιὰ ἀμοιβαία κατανόηση, ἀλλὰ ἐπίσης σὰν μιὰ κίνηση ἀμοιβαίας προσέγγισης, μὲ τὴν κοινὴ προσέγγισή τους μέσα στὸ Χριστό. Καὶ ἒχομε κάθε λόγο νὰ πιστεύωμε ὅτι ὁ ἅγιος Μάξιμος δέχεται καὶ αὐτὴν ἐπίσης τὴ σχέση αὐτοῦ τοῦ δυναμικοῦ τύπου ἀνάμεσά τους. Ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης λέγει: «Ὡς ἡ θεολογία τοῖς θιασώταις ἡμῖν παραδέδωκε, καὶ αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς, ὁ θεαρχικώτατος νοῦς καὶ ὑπερούσιος, ἡ πάσης ἱεραρχείας, ἁγιαστείας τε καὶ θεουργίας ἀρχὴ καὶ οὐσία, καὶ θεαρχικωτάτη δύναμις, ταῖς τε μακαρίαις καὶ ἡμῶν κρείττοσιν οὐσίαις ἐμφανέστερον ἅμα καὶ νοερώτερον ἐλλάμπει, καὶ πρὸς τὸ οἰκεῖον αὐτὰς ἀφομοιοῖ κατὰ δύναμιν φῶς• ἡμῶν τὲ τῷ πρὸς αὐτὸν ἀνατεινομένῳ καὶ ἡμᾶς ἀνατείνοντι τῶν καλῶν ἔρωτι, συμπτύσσει τὰς πολλᾶς ἑτερότητας, καὶ εἰς ἑνοειδῆ καὶ θείαν ἀποτελειώσας ζωήν, ἕξιν τε καὶ ἐνέργειαν, ἱεροπρεπῆ δωρεῖται τῆς θείας ἱερωσύνης τὴν δύναμιν• ἐξ ἧς ἐπὶ τὴν ἁγίαν ἐρχόμενοι τῆς ἱερατείας ἐνέργειαν, ἐγγύτεροι μὲν αὐτοὶ γινόμεθα τῶν ὑπὲρ ἡμᾶς οὐσιῶν τῇ κατά δύναμιν ἀφομοιώσει τοῦ μονίμου τε καὶ ἀνεξαλλάκτου τῆς αὐτῶν ἱερᾶς ἱδρύσεως, καὶ ταύτην πρὸς τὴν μακαρίαν Ἰησοῦ καὶ θεαρχικὴν αὐτὴν ἀναβλέψαντες». (Περὶ Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας, Ρ. G. 3. 372 Α-Β).
(http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/maximos_mystagogia_3.htm)