ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ της ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
© Ιωάννης Σ. Ρωμανίδης
Τμήμα 2
Ζ. Το κριτήριον της θεολογικής μεθόδου
α. Εξ επόψεως των Πατέρων
β. Εξ επόψεως της δυτικής παραδόσεως γενικώς
Η. Η Αποκάλυψις, η Ιερά Παράδοσις, η Αγία Γραφή και το ΑλάθητονΘ. Ο Κανών της Αγίας Γραφής η Ερμηνευτική και η γλώσσα Αυτής
Ζ' Το κριτήριον της θεολογικής μεθόδου
α) Εξ επόψεως των Πατέρων
Καθίσταται από τα μέχρι τούδε αναπτυχθέντα δήλον, ότι είναι αδύνατον εις τον άνθρωπον να χρησιμοποιήση μέθοδον στοχαστικήν και διαλεκτικήν προς τον σκοπόν όπως αποκτήση λογικήν τινα κατανόησιν της περί Θεού διδασκαλίας των προφητών και των αποστόλων επί τη βάσει των δεδομένων της φυσικής πείρας και γνώσεως των ανθρώπων. Αφού λοιπόν αποκλείεται ο στοχαστικός και διαλεκτικός τρόπος του θεολογείν και προτάσσεται η επί της πείρας των προφητών και των αποστόλων βασιζομένη θεολογία, εγείρεται αυτομάτως το όλον πρόβλημα του κριτηρίου της πείρας ταύτης και της επ' αυτής βασιζομένης δογματικής θεολογίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Εφιστώμεν την προσοχήν του αναγνώστου εις το γεγονός ότι ο συσχετισμός μεταξύ θεολογίας και εμπειρίας υπάρχει και εις αρχαία καταδικασθέντα υπό των Πατέρων αιρετικά και φιλοσοφικά συστήματα και εις θρησκεύματα εκτός της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως και εις μοναχικάς και ευσεβιστικάς εκδηλώσεις της φραγκολατινικής παραδόσεως. Μάλιστα εις ωρισμένα από αυτά τα θρησκευτικο-φιλοσοφικά φαινόμενα υπάρχουν είδη θεολογίας δυνάμενα να χαρακτηρισθούν ως αποφατικά.
Η βασική διάκρισις μεταξύ ορθοδόξου και μη ορθοδόξου εμπειρίας της θεοφανείας είναι ότι 1) η μεν είναι της χάριτος του Θεού και 2) η άλλη της κτιστής φύσεως του ανθρώπου τη ενεργεία των δαιμόνων. Η διάκρισις αυτή συμπεριλαμβάνει την διάκρισιν μεταξύ 1) φανερώσεως της ακτίστου δόξης του Πατρός εν Πνεύματι Αγίω δια του ασάρκου Λόγου προ της ενσαρκώσεως και του σαρκωθέντος Λόγου και 2) της δια φυσικής εκστάσεως απουσίας του ακτίστου και αναστολής των ενεργειών του σώματος και της ψυχής ή της φανερώσεως παραισθησιακών οραμάτων συνοδευομένων ουχί υπό ανειδέου και ασχηματίστου υπερβαίνοντος το φως φωτός αλλά υπό παρυφισταμένου φωτός έχοντος σχήμα και είδος. Ενώ ο θεούμενος πυρακτούται ολόκληρος τη θεία χάριτι και γενόμενος ο ίδιος κατά χάριν Θεός γίνεται φως τοις άλλοις λάμπον τη όψει και τη ανιδιοτελεί αγάπη, ο κατά τρόπον φυσικόν εκστάς παραμένει φίλαυτος άνευ των φανερών τοις Ορθοδόξοις χαρισμάτων της θεώσεως των εκδηλουμένων δια της ψυχής αλλά και δια του σώματος.
Ο κατ' εξοχήν ορθόδοξος θεολόγος είναι ο γνωρίζων αμέσως τινάς των ενεργειών του Θεού δια της ελλάμψεως ή περισσοτέρως αυτάς δια της θέας ή εμμέσως τας ενεργείας του Θεού μέσω των προφητών, αποστόλων και αγίων ή μέσω της Αγίας Γραφής, των συγγραμμάτων των αγίων Πατέρων, και των αποφάσεων και των πρακτικών των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων. Ο θεολόγος είναι εκείνος όστις δια της αμέσου ή εμμέσου γνώσεως ταύτης και θεωρίας γνωρίζει σαφώς να διακρίνη μεταξύ των ενεργειών του Θεού και των ενεργειών των κτισμάτων και ιδίως των ενεργημάτων του διαβόλου και των δαιμόνων. Άνευ του χαρίσματος της διακρίσεως των πνευμάτων δεν δύναταί τις να δοκιμάση τα πνεύματα, ίνα ίδη αν είναι τι ενέργημα του Αγίου Πνεύματος ή του διαβόλου και των δαιμόνων.
Επομένως ο θεολόγος και ο πνευματικός πατήρ είναι το ίδιον πράγμα. Ο στοχαζόμενος και διαλεγόμενος εις αναζήτησιν νοησιαρχικής κατανοήσεως των δογμάτων της πίστεως κατά τα πρότυπα της φραγκολατινικής παραδόσεως ασφαλώς όχι μόνον πνευματικός πατήρ δεν είναι, αλλά ούτε κατά κυριολεξίαν θεολόγος δύναται να λέγεται. Η θεολογία δεν είναι μία αφηρημένη ή πρακτική επιστήμη, ωσάν την λογικήν, μαθηματικήν, αστρονομίαν, ή χημείαν, αλλά τουναντίον έχει χαρακτήρα πολεμικόν ωσάν την στρατηγικήν και την ιατρικήν, η μεν ασχολείται με την άμυναν και την επίθεσιν έναντι των εχθρών δια της σωματικής και στρατηγικής τελειοποιήσεως εις την χρήσιν όπλων, οχυρωμάτων και αμυντικών και επιθετικών σχεδίων, η δε με την πολεμικήν εναντίον των ψυχικών και σωματικών ασθενειών δια της υγείας και των μέσων αποκαταστάσεως της υγείας.
Ο θεολόγος, όστις αγνοεί τας μεθοδείας του εχθρού και την κατά Χριστόν τελειότητα, αδυνατεί όχι μόνον να αγωνισθή ο ίδιος κατά του εχθρού υπέρ της τελειώσεώς του, αλλά ούτε είναι εις θέσιν να οδηγή και να θεραπεύη άλλους. Είναι ωσάν να λέγεται ή και να γίνη στρατηγός ο ουδέποτε εκγυμνασθείς, ο ουδέποτε πολεμήσας, και ο ουδέποτε μελετήσας την πολεμικήν, αλλά ο προσέξας μόνον εις την ωραίαν και ένδοξον εμφάνισίν του με μεγαλειώδεις και λαμπράς στολάς εις δεξιώσεις και παραστάσεις. Είναι ωσάν να φέρεται ως χειρουργός ο χασάπης και να κατέχη την θέσιν ιατρού ο μη γνωρίζων ούτε τας αιτίας των ασθενειών, ούτε τους τρόπους θεραπείας αυτών, ούτε την κατάστασιν υγείας, εις την οποίαν πρέπει να επαναφέρη τον ασθενή.
Εκ των ανωτέρω φαίνεται σαφώς ότι αι βαθμίδες τελειώσεως κατά τους Πατέρες δεν αφορούν εις πνευματικότητά τινα διακρινομένην από την θεολογίαν και τον θεολόγον. Τούτο ισχύει όχι μόνον εξ επόψεως της βασιζομένης επί της αποκαλύψεως διδασκαλίας των προφητών και των αποστόλων, αλλά και εξ επόψεως του αγώνος κατά των εμποδίων προς την τελειότητα.
Επομένως τα γενικώς εν τη Αγία Γραφή και τη Ιερά Παραδόσει ισχύοντα περί βαθμίδων τελειώσεως έχουν ουσιαστικήν και αδιάσπαστον σχέσιν με την κατανόησιν της περί των δογμάτων διδασκαλίας της Αγίας Γραφής και της Ιεράς Παραδόσεως. Ούτως έχομεν τα στάδια της καθάρσεως, του φωτισμού και της θέας της δόξης του Χριστού. Είναι σαφές ότι τα στάδια ταύτα επέρασαν προτύπως οι απόστολοι έχοντες πνευματικόν Πατέρα τον σαρκωθέντα Λόγον, Όστις δια της εκδιώξεως των δαιμόνων (κάθαρσις) εμύησε τους αποστόλους εις το γνώναι τα μυστήρια της βασιλείας του Θεού (φωτισμός) και εν συνεχεία τους τρεις αποστόλους εις το ιδείν την βασιλείαν του Θεού κατά την Μεταμόρφωσιν, και όλους τους αποστόλους, εις την υψίστην δυνατήν μέθεξιν της δυνάμεως του Πνεύματος εντεύθεν του τάφου κατά την Πεντηκοστήν.
Ούτως εν τη πράξει της Εκκλησίας υπήρχε πάντοτε 1) η προ του βαπτίσματος κατήχησις περί των ενεργειών του Θεού και των δαιμόνων και του αγώνος υπέρ μεθέξεως των μεν και αποκρούσεως των δε και η εν συνεχεία κάθαρσις εν τω βαπτίσματι 2) Η λήψις εν τω βαπτίσματι και τω χρίσματι του φωτισμού δια της σφραγίδος και της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος και 3) της οδηγήσεως των προκρίτων εις την θέωσιν και την μετά του Θεού φιλίαν.
Σημειωτέον ότι εις την ελληνόφωνον και λατινόφωνον ορθόδοξον ρωμαϊκήν παράδοσιν τα στάδια ταύτα της τελειώσεως ουδέποτε εξελήφθησαν ως στάδια οδηγούντα εις φιλοσοφικήν τινά δια του λόγου εμβάθυνσιν εις τα δόγματα της πίστεως και εις την ούτω μετατροπήν της πίστεως των απλουστέρων εις γνώσιν διανοουμένων και μεγάλων εγκεφαλικών ανδρών και σπουδαίων κατά κόσμον φιλοσόφων. Η μετατροπή του σταδίου του φωτισμού εις το της θεώσεως, όπως είδαμεν, είναι ουχί κατά τα κριτήρια της φυσικής γνώσεως εμβάθυνσις αλλά η διάβασις από τα ρητά και τα νοήματα της Αγίας Γραφής και των Πατέρων εις την γνώσιν και την νόησιν την υπερβαίνουσαν την φυσικήν γνώσιν και νόησιν, "τούτο τοίνιν ως μη γνώσιν, αλλ' υπεροχικώς αγνωσίαν υπάρχον ...".1
β) Εξ επόψεως της δυτικής παραδόσεως γενικώς
Εν αντιθέσει προς την πατερικήν παράδοσιν ο ιερός Αυγουστίνος προσήρμοσε την κατηχητικήν πράξιν της αρχαίας Εκκλησίας και τα στάδια τελειώσεως εις την προσωπικήν του σύνθεσιν νεοπλατωνικών, μανιχαϊκών και ορθοδόξων στοιχείων και ούτως εγέννησε τας γενικάς αρχάς της θεολογικής μεθόδου, ήτις χαρακτηρίζει την φραγκολατινικήν ή Σχολαστικήν παράδοσιν και ήτις υπό διαφόρους μορφάς διασώζεται μέχρι σήμερον μεταξύ των Παπικών και των Προτεσταντών.
Βασισθείς επί της διακρίσεως μεταξύ κατηχουμένων, φωτισμένων και τελειουμένων ο Αυγουστίνος ορθώς επίστευεν ότι ο πιστός οφείλει πρώτον να δεχθή και να διδαχθή τα δόγματα της πίστεως και μετά ταύτα να εμβαθύνη εις αυτά, ίνα φθάση εις την τάξιν των γνωστικών.2 Εντός των ανωτέρω αναπτυχθέντων πατερικών προϋποθέσεων τα μεθοδολογικά ταύτα είναι θαυμάσια.
Δυστυχώς όμως η πατερική αντίληψις περί θεολογίας ως βασιζομένης επί της εμπειρίας της θεώσεως των προφητών, των αποστόλων και των αγίων και επί του χρίσματος της διακρίσεως των πνευμάτων λείπει ολοτελώς από την θεολογίαν του Αυγουστίνου. Η διδασκαλία του περί φωτισμού είναι καθαρώς πλατωνική και η εν Χριστώ θεωρία της δόξης του Θεού υπό των προφητών και των αποστόλων κατηργήθη και μάλιστα εχαρακτηρίσθη υπ' αυτού ως αίρεσις3 και αντικατεστάθη υπό της νεοπλατωνικής εκστάσεως.
Ούτω κατά τον Αυγουστίνον ο πιστός έχει καθήκον να καταβάλη προσπάθειαν να κατανοήση τα δόγματα λογικώς και να εμβαθύνη ούτως εις αυτά. Ο Αυγουστίνος ιδέαν δεν έχει του "φράσαι αδύνατον και νοήσαι αδυνατώτερον" του Γρηγορίου του Θεολόγου και ούτε συμφωνεί με τον Πλάτωνα "Θεόν νοήσαι μεν χαλεπόν, φράσαι δέ, αδύνατον". Δέχεται το χαλεπόν της νοήσεως αλλά και το χαλεπόν και όχι αδύνατον της φράσεως. Την μέθοδον ταύτην μετέφερεν ο Αυγουστίνος από των πιστών και εις την Εκκλησίαν, ώστε όχι μόνον ο πιστός προοδεύει εις την κατανόησιν των δογμάτων αλλά και η Εκκλησία. Εντεύθεν ο ισχυρισμός των Φράγκων ότι η προσθήκη του Filioque αποτελεί πρόοδον εις την κατανόησιν και άρα ανάπτυξιν της περί Θεού διδασκαλίας της Β' Οικουμ. Συνόδου.
Ταύτα συνδυάζονται με την ανωτέρω αναφερθείσαν διδασκαλίαν του Αυγουστίνου ότι ο σκοπός της θεολογίας είναι η διερεύνησις και κατανόησις της ουσίας του Θεού. Ακολουθούντες τον Αυγουστίνον οι Φραγκολατίνοι επεδόθησαν σοβαρώς εις την προσπάθειαν αυτήν και ούτως εδημιούργησαν την Σχολαστικήν θεολογικήν παράδοσιν, την οποίαν ανεκήρυξαν, ως είδαμεν, ανωτέραν της πατερικής παραδόσεως πριν την γεννήσουν και θεωρείται ούτως υπό των Δυτικών μέχρι σήμερον. Και πράγματι πρέπει να ομολογήσωμεν ότι, εάν οι Φραγκολατίνοι και οι απόγονοι αυτών κατώρθωσαν να φθάσουν εις γνώσιν τινά της θείας ουσίας τότε τω όντι όχι μόνον υπερέβησαν την πατερικήν θεολογίαν αλλ' ακόμη και την αγγελικήν, αφού όχι μόνον οι Πατέρες, αλλ' ούτε οι άγγελοι έφθασαν ή θα φθάσουν ποτέ εις τοιαύτα υψηλά ύψη.
Ενώ εις τους ορθοδόξους Πατέρας η φιλοσοφία ουδέποτε υπήρξε μέσον κατανοήσεως των δογμάτων, αλλά εχρησιμοποιήθησαν με νέαν σημασίαν φιλοσοφικοί όροι εις την διατύπωσιν και διακήρυξιν των δογμάτων, ο Αυγουστίνος εν γνώσει του έκαμε χρήσιν της πλατωνικής φιλοσοφίας προς κατανόησιν των χριστιανικών δογμάτων. Ούτως η πρώτη περίοδος της Σχολαστικής θεολογίας θεωρείται ως η αυγουστινειο-πλατωνική.4
Η εν τη αρχή της αναπτυσσομένη Σχολαστική θεολογία των Φραγκολατίνων διήλθεν οξείαν κρίσιν κατά τον 13ον αιώνα δια της επικρατήσεως μιας αραβικής μορφής της φιλοσοφίας του Αριστοτέλους. Μέσω του Αυγουστίνου είχεν επικρατήσει η άποψις των Νεοπλατωνικών ότι μεταξύ Πλάτωνος και Αριστοτέλους δεν υπάρχει πραγματική διαφορά.5 Δια της γνώσεως του Αριστοτέλους εκλονίσθη το επί της νεοπλατωνικής γνωσιολογίας και μεταφυσικής ερειδόμενον οικοδόμημα. Προς περίσωσιν της φραγκολατινικής δογματικής θεολογίας ο Αριστοτέλης, συμμερισθείς την τύχην των ελληνοφώνων Ρωμαίων Πατέρων, εφραγκοποιήθη, δηλαδή κατεσκευάσθη τοιαύτη ερμηνεία αυτού, ήτις παρουσίασεν αυτόν διδάσκοντα πάν ό,τι εχρειάζετο δια την στήριξιν των φραγκολατινικών δογμάτων.6
Σημειωτέον ότι, αν και η φιλοσοφική μέθοδος της δυτικής θεολογίας προσηρμόσθη εις τα δεδομένα του εκκλησιαστικοποιηθέντος Αριστοτέλους, όμως τα δόγματα των Φραγκολατίνων ως διεμορφώθησαν υπό του Αυγουστίνου και των οπαδών αυτού έμειναν κατ' ουσίαν αναλλοίωτα. Η αυθεντία του Αυγουστίνου ήτο τόσον μεγάλη, ώστε ούτε η φιλοσοφία του Αριστοτέλους, ούτε η μεταφυσική επανάστασις του Νομιναλισμού, ούτε η δογματική επανάστασις του Προτεσταντισμού να δυνηθή να την κλονίση. Αντιθέτως μάλιστα οι περισσότεροι προτεστάνται θεολόγοι κατά την μεγίστην αυτών πλειοψηφίαν ηρύονται εκ του Αυγουστίνου τας διδασκαλίας των.
Προβαίνοντες δε οι Προτεστάνται ούτοι έτι περαιτέρω απεκήρυξαν τα συμπεράσματα της Συνόδου η οποία συνεκλήθη εις την Γαλλίαν το 529 και η οποία κατεδίκασεν την διδασκαλίαν του Αυγουστίνου,7 ως είδαμεν. Οι Φραγκολατίνοι και οι Προτεστάνται νομίζουν ότι η Σύνοδος έδωσεν συμβιβαστικήν λύσιν εις την διαμάχην μεταξύ των οπαδών του Αυγουστίνου και του Κασσιανού. Ισχυρίζονται λοιπόν οι Προτεστάνται ότι μόνον ο Αυγουστίνος από τους Πατέρας κατενόησεν ορθώς τας διδασκαλίας του αποστόλου Παύλου περί χάριτος, προορισμού, αμαρτίας και ελευθερίας.8 Υπερέβησαν λοιπόν τους Παπικούς αποκηρύξαντες την υποτιθεμένην συμβιβαστικήν λύσιν. Οι Διαμαρτυρόμενοι, ακόμη και καθηγηταί Πανεπιστημίων, δεν έπαυσαν μέχρι σήμερον να διακηρύττουν, ότι οι ελληνόφωνοι Ρωμαίοι Πατέρες ουδέποτε κατηνόησαν τον απόστολον Παύλον.9
Έχων υπ' όψιν τους ισχυρισμούς τούτους ο ορθόδοξος μελετητής της πατερικής δογματικής θεολογίας εκπλήσσεται, όταν εξετάζη τα περί αποστόλου Παύλου έργα του Αυγουστίνου και τα συγκρίνει με τα των ελληνοφώνων Ρωμαίων Πατέρων.
Οι ελληνόφωνοι Ρωμαίοι Πατέρες έγραψαν πολλά ερμηνευτικά έργα εις όλας τας επιστολάς του αποστόλου Παύλου.10
Ο Αυγουστίνος έγραψε πλήρη ερμηνείαν εις μίαν μόνον εκ των 14 επιστολών του αποστόλου Παύλου, εις την προς Γαλάτας.11 Πρεσβύτερος ών έγραψεν απαντήσεις εις ερωτήματα περί της προς Ρωμαίους επιστολής.12 Ήρχισε να γράφη και ερμηνείαν εις την προς Ρωμαίους επιστολήν, αλλά εκ των 433 στίχων ετελείωσε μόνον τους πρώτους 7. Ο ίδιος ο Αυγουστίνος εξηγών διατί εσταμάτησε, γράφει ότι έπραξε τούτο εξ αιτίας των δυσκολιών, ας συνήντα ερμηνεύων την επιστολήν.13
Ούτω φαίνεται σαφώς πώς ο ιερός Αυγουστίνος ήτο μετριοφρονέστερος των οπαδών του και αν εγνώριζεν Ελληνικά ασφαλώς θα διεπίστου, ότι οι ελληνόφωνοι Ρωμαίοι Πατέρες δεν εδίδασκον αυτά τα οποία ενόμιζεν, και ασφαλώς θα τους ηκολούθει, αφού διεκήρυττεν απόλυτον υπακοήν εις τα δόγματα της πίστεως. Πάντοτε ομιλεί με μεγάλον σεβασμόν δια τους ελληνόφωνας Ρωμαίους Πατέρας και πάντοτε επικαλείται την αυθεντίαν των ελληνοφώνων Ρωμαίων αγίων, δια να αποδείξη εκείνα τα οποία νομίζει ότι διδάσκουν.14 Μάλιστα δηλοί, ότι ευχαρίστως δέχεται υποδείξεις.15
Παρά τους ισχυρισμούς περί της υπεροχής του ιερού Αυγουστίνου έναντι των ελληνοφώνων Ρωμαίων Πατέρων, η αληθής αξιολόγησις των πραγμάτων φαίνεται και εις το ζήτημα του Filioque, το οποίον εξελίχθη εκ της θεολογικής μεθόδου του Αυγουστίνου ως και εκ της αγνοίας του περί των πραγματικώς επικρατούντων εν τη θεολογία των Πατέρων της Β' Οικ. Συνόδου.
Τω 393 πρεσβύτερος ών εκλήθη ο Αυγουστίνος να αναπτύξη ενώπιον της Συνόδου της Αφρικής την διδασκαλίαν του προ 12 ετών τελειοποιηθέντος εις την Β' Οικ. Σύνοδον Συμβόλου της πίστεως προς πληροφορίαν και ενημέρωσιν των επισκόπων. Εις την ομιλίαν αυτήν ο Αυγουστίνος δίδει δύο βασικάς εσφαλμένας πληροφορίας περί του Συμβόλου.
1) Ισχυρίζεται εσφαλμένως, ότι συζητείται υπό των θεολόγων η έναντι του Πατρός και του Υιού προσωπική ιδιότης του Αγίου Πνεύματος, αλλά άνευ ακόμη τελικού αποτελέσματος.
Εν αντιθέσει προς τον ισχυρισμόν τούτον του Αυγουστίνου, η Β' Οικ. Σύνοδος προσέθεσεν εις το Σύμβολον της Νικαίας ως υποστατικήν ιδίοτητα του Αγίου Πνεύματος την "εκπόρευσιν" Αυτού εκ του Πατρός.
Όλοι οι Ρωμαίοι Πατέρες, ελληνόφωνοι και λατινόφωνοι,16 εδίδασκον ότι η ακοινώνητος υποστατική ιδιότης του Πατρός είναι η "πατρότης" ή το "αγέννητον" και σημαίνει ότι ο Πατήρ έχει την ύπαρξίν Του εξ ουδενός.17 Η ακοινώνητος υποστατική ιδιότης του Υιού είναι το "γεννητόν" και σημαίνει ότι ο Υιός έχει την ύπαρξίν Του εκ του Πατρός "γεννητώς", δηλαδή δια της "γεννήσεως".18 Όσον αφορά εις την υποστατικήν ιδιότητα του Αγίου Πνεύματος, όλοι οι Πατέρες, ελληνόφωνοι και λατινόφωνοι, εδίδασκον, ότι και Αυτός ως Υιός έχει την ύπαρξίν Του εκ του Πατρός, αλλά "ουχί γεννητώς".19 Εις αυτό το "ουχί γεννητώς" προσέθετον ωρισμένοι ελληνόφωνοι Πατέρες το "εκπορευτώς" το οποίον, τη πρωτοβουλία των Πατέρων της Β' Οικ. Συνόδου, Γρηγορίου του Θεολόγου, Γρηγορίου Νύσσης, των εξ Αιγύπτου επισκόπων μαθητών Διδύμου του Τυφλού, και των Αντιοχέων επισκόπων, καθιερώθη εις το Σύμβολον της πίστεως.20
Κατά τους ελληνόφωνας και λατινόφωνας Πατέρας, ως θα είδωμεν εν οικείω τόπω,21 το κύριον γνώρισμα εκάστης υποστατικής ιδιότητος είναι, ότι ανήκει εις έν μόνον πρόσωπον της Αγίας Τριάδος, ότι δηλαδή είναι ακοινώνητον.22 Τα άλλα πάντα, ως η ουσία, η θεότης, η ενέργεια, η βασιλεία, η δόξα, η γνώσις, η θέλησις, η αγάπη, η πρόγνωσις, η πρόνοια, η αγαθότης, το δημιουργείν, κ.λ.π. είναι κατά πάντα κοινά και ανήκουν και εις τας τρεις υποστάσεις της Αγίας Τριάδος.23 Ίδε εν τω δευτέρω τόμω τα συνοπτικά επί του θέματος γραφόμενα του Μεγάλου Φωτίου.24
2) Εις αυτήν την εν λόγω ομιλίαν ο Αυγουστίνος παραδόξως ως διδασκαλίαν της Εκκλησίας εμφανίζει την υπό της Β' Οικ. Συνόδου καταδικασθείσαν άποψιν, ότι το Άγιον Πνεύμα είναι η κοινή του Πατρός και του Υιού Θεότης και αγάπη. Μάλιστα παραθέτει τον όρον "Θεότης" Ελληνιστί.25 Αντιθέτως, όμως, οι Πατέρες της Β' Οικ. Συνόδου διδάσκουν ότι, ό,τι κοινόν υπάρχει του Πατρός και του Υιού ανήκει και εις το Πνεύμα το Άγιον.26 Παραδόξως αυτή η ορθόδοξος άποψις υπάρχει ισχυρώς τονιζομένη εις τον Αμβρόσιον,27 όστις εβάπτισε τον Αυγουστίνον.
Ο Αυγουστίνος επεδόθη εις την ανεύρεσιν της υποστατικής ιδιότητος του Αγίου Πνεύματος και απέθανε χωρίς να μάθη ότι ο όρος "εκπόρευσις" εις το Σύμβολον είχε τερματίσει πλέον την συζήτησιν.28 Γνωρίζοντες καλώς οι λατινόφωνοι Ρωμηοί της Ρώμης και Κάτω Ιταλίας ότι ετερματίσθη η συζήτησις, ουδέποτε προσέθεσάν τι εις το Σύμβολον. Οι Φράγκοι, όμως και εν συνεχεία οι Ιταλοί, έχοντες απόλυτον εμπιστοσύνην εις τον Αυγουστίνον, επίστευσαν εις τον ισχυρισμόν του και ούτως "εβελτίωσαν" το Σύμβολον με την προσθήκην της επί του θέματος διδασκαλίας του Αυγουστίνου. Η εντύπωσις αυτή των Φράγκων ότι ο Αυγουστίνος έλυσεν άλυτον δια την Β' Οικ. Σύνοδον πρόβλημα εδημιούργησεν έτι περισσότερον την εθνικήν πεποίθησιν και υπερηφάνειαν, ότι ανεκάλυψαν θεολόγον ασυγκρίτως καλύτερον από τους ελληνόφωνας Ρωμαίους Πατέρας και ούτω τον ανεγνώρισαν ως τον μεγαλύτερον Πατέρα της Εκκλησίας και τοιούτος θεωρείται εν τη Δύσει μέχρι σήμερον.29
Οι Καππαδόκαι Πατέρες, Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος ο Θεολόγος και Γρηγόριος Νύσσης, έχοντες συμφώνους τον Μέγαν Αθανάσιον, Δίδυμον τον Τυφλόν και τους Αντιοχείς, έκαμον διάκρισιν μεταξύ ουσίας και υποστάσεων εν τη Αγία Τριάδι, προκειμένου να αποφευχθή η υπό πολλών τότε γενομένη σύγχυσις των προσώπων της Αγίας Τριάδος εξ αιτίας της περί ομοουσίου του Υιού τω Πατρί αποφάνσεως της Α' Οικ. Συνόδου.30
Ο ιερός Αυγουστίνος αναφέρει εις το περί Αγίας Τριάδος έργον του31 την διάκρισιν αυτήν μεταξύ ουσίας και υποστάσεων, αλλά ομολογεί, ότι δεν την κατανοεί και δεν δύναται να εξηγήση διατί οι ελληνόφωνοι Ρωμαίοι κάμνουν την διάκρισιν αυτήν.32
Σημειωθήτω, ότι το έργον αυτό το επεράτωσε 47 έτη, μετά την Β' Οικ. Σύνοδον, και απέθανε χωρίς ποτέ να μάθη την σημασίαν και αιτίαν της διακρίσεως ταύτης. Την άγνοιαν ταύτην εκληρονόμησαν οι Φράγκοι και την διατηρούν οι απόγονοι αυτών ως "θησαυρόν". Σημειωτέον, ότι η διάκρισις αύτη καθιστά αδύνατον την εκ μέρους ημών των Ορθοδόξων αποδοχήν του Filioque, όπερ συνεπάγεται την σύγχυσιν των υποστατικών ιδιοτήτων εκ της συγχύσεως θείας ουσίας και θείων υποστάσεων.38
Εις το έργον του περί Αγίας Τριάδος μας πληροφορεί ο Αυγουστίνος, ότι θα ερευνήση την ουσίαν του Θεού, ως είδαμεν,40 την γέννησιν του Υιού,41 και την εκπόρευσιν του Αγίου Πνεύματος,42 και θα εξηγήση διατί το Άγιον Πνεύμα δεν είναι Υιός.43 Όμως, πριν προλάβη να φθάση εις το τελευταίον θέμα, οι φίλοι του ανυπομονούντες του αφήρεσαν εν αγνοία του, ως ο ίδιος μας πληροφορεί,44 και εδημοσίευσαν, όσα είχε μέχρι τότε γράψει. Ούτως η υπόσχεσίς του, ότι θα εξηγήση διατί το Άγιον Πνεύμα δεν λέγεται ή δεν είναι και Αυτό Υιός παρέμεινεν εις το έργον. Προβαίνων όμως περαιτέρω, εις το αυτό έργον του ο Αυγουστίνος ομολογεί, ότι η εν λόγω υπόσχεσις ήτο απλώς ευσεβής πόθος, προωρισμένος να μείνη ανεκπλήρωτος.45 Συμπεραίνει δέ, ότι η απάντησις θα δοθή εις την άλλην ζωήν.46
Ο Ορθόδοξος εκπλήσσεται με το άλυτον του προβλήματος τούτου, εφ' όσον οι Πατέρες διδάσκουν ότι το Άγιον Πνεύμα δεν είναι Υιός, απλούστατα διότι δεν γεννάται αλλά εκπορεύεται. Ο Αυγουστίνος όμως συγχέει τας προαιωνίους ενεργείας του Θεού με την γέννησιν και εκπόρευσιν και εφόσον αι ενέργειαι των Τριών Προσώπων είναι ταυτόν κατά φυσικόν τρόπον συγχέει ουσιαστικώς την γέννησιν με την εκπόρευσιν.47 Ως εκ τούτου δεν γνωρίζει ο Αυγουστίνος διατί το Άγιον Πνεύμα δεν είναι Υιός. Δια τον ίδιον ακριβώς λόγον όμως το Filioque είναι απαραίτητον δια τον Αυγουστίνον, ίνα μη συγχέωνται τα πρόσωπα του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Δια τον Αυγουστίνον, λοιπόν, η εκπόρευσις (γέννησις) του Υιού και η εκπόρευσις του Αγίου Πνεύματος διακρίνονται μόνον εφ' όσον η του Υιού γίνεται εξ ενός και η του Αγίου Πνεύματος εκ δύο.48 Η δε ιδιαιτέρα διάκρισις του Πατρός είναι ότι είναι εξ ουδενός.
Η σύγχυσις αυτή των προαιωνίων ενεργειών του Θεού (ως της γνώσεως και της αγάπης) μετά της γεννήσεως του Υιού και της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος προέρχεται από την υπό του Αυγουστίνου ταύτισιν θείας ουσίας και θείων προαιωνίων ενεργειών και από την κατά συνέπειαν έρευναν περί της ουσίας του Θεού. Παραδόξως, όπως είδαμεν, κατέβαλον παρομοίαν προσπάθειαν εις την Ανατολήν οι αιρετικοί Ευνομιανοί, τους οποίους ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος προκαλεί λέγων, "τίς ουν η εκπόρευσις; Ειπέ συ την αγεννησίαν του Πατρός, καγώ την γέννησιν του Υιού φυσιολογήσω, και την εκπόρευσιν του Πνεύματος, και παραπληκτίσωμεν άμφω εις Θεού μυστήρια παρακύπτοντες".49 Έχων ταύτα υπ' όψιν καταλαβαίνει κανείς πλήρως τον σκανδαλισμόν των ελληνοφώνων Ρωμαίων, όταν έγινε γνωστή εις αυτούς η θεολογία των Φραγκολατίνων.50
Πάντως η πλέον παράδοξος δια τους Ρωμηούς εξέλιξις της δυτικής παραδόσεως είναι ο κωμικός ισχυρισμός των Φραγκολατίνων, ότι οι ελληνόφωνοι Ρωμαίοι μετά τον Δαμασκηνόν δεν έμειναν πιστοί εις το πνεύμα και το δόγμα των ελληνοφώνων Ρωμαίων Πατέρων και των Οικουμενικών Συνόδων, αλλά παρέμειναν στάσιμοι και περιέπεσαν εις αίρεσιν, και ότι μόνον αυτοί, οι Φραγκολατίνοι δηλαδή, ηννόησαν ορθώς τους ελληνόφωνας Ρωμαίους Πατέρας και τας Οικουμενικάς Συνόδους, βαδίζοντες τον δρόμον της αναπτύξεως των δογμάτων και της προόδου. Επηρεασμένοι οι Φραγκολατίνοι από τον μεγάλον σεβασμόν του Αυγουστίνου και των άλλων λατινοφώνων Πατέρων προς τους ελληνόφωνας Πατέρας, ως και από την πεποίθησιν, αυταπάτην του Αυγουστίνου, ότι ακολουθεί πιστώς την ρωμαίϊκην παράδοσιν, παρεσύρθησαν εις το συμπέρασμα, ότι δεν δύναται παρά να υπάρχη απόλυτος συμφωνία μεταξύ του Αυγουστίνου και των ελληνοφώνων Ρωμαίων Πατέρων. Ούτω το Filioque του Αυγουστίνου δεν δύναται να είναι αντίθετον εις την θεολογίαν των ελληνοφώνων, αλλά αποτελεί ανάπτυξιν και διασάφησιν του εν λόγω δόγματος, βάσει των προϋποθέσεων των ελληνοφώνων Ρωμαίων Πατέρων και της Β' Οικ. Συνόδου. Ούτω παρουσιάζουν οι Φραγκολατίνοι, ως κάμουν μέχρι σήμερον οι απόγονοι αυτών Παπικοί και Προτεστάνται, τους ελληνόφωνας Πατέρας ως προδρόμους και κήρυκας και οπαδούς του Filioque.51
Σημειωτέον μάλιστα, ότι περί του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, όστις συνοψίζων την διδασκαλίαν των Πατέρων γράφει ρητώς, ότι το Πνεύμα το Άγιον εκπορεύεται εκ μόνου του Πατρός,52 ο Θωμάς ο Ακινάτης, ο μέγιστος των σχολαστικών θεολόγων γράφει, ότι εις το σημείον τούτο ο Δαμασκηνός δεν ακολουθεί τους ελληνόφωνας Ρωμαίους Πατέρας, αλλά παρεσύρθη από κάποιον αρχαίον αιρετικόν ονόματι Θεοδώριχον.53 Εννοεί προφανώς τον Θεοδώρητον, Κύρου όστις κατηγόρησε τον Κύριλλον Αλεξανδρείας, ότι διδάσκει εκπόρευσιν του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού.54 Ίσως δεν πρέπει να λησμονήσωμεν ότι τω 1054 οι Φραγκολατίνοι αφώρισαν τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως με την κατηγορίαν, ότι οι "Γραικοί" απέκοψαν το Filioque από το Σύμβολον της πίστεως.55
Δια να καταλάβη ο αναγνώστης τα περί Αυγουστίνου επικρατούντα εν τη Δύσει ίσως πρέπει να λάβη υπ' όψιν μίαν επιβλαβή δια το έθνος ημών θεωρίαν διαμαρτυρομένων καθηγητών σοβαρών Πανεπιστημίων, ως του Βερολίνου,56 η οποία υπάρχει μέχρι σήμερον εν χρήσει εις διδακτικά εγχειρίδια, δηλητηριάζουσα ούτω μέλλοντας ηγέτας εις βάρος των Ελλήνων, καθ' ήν ισχυρίζονται, ότι εν αντιθέσει προς τον γνήσιον αυγουστίνειον Προτεσταντισμόν, η Ορθοδοξία των ελληνοφώνων Ρωμαίων Πατέρων είναι μία εξελληνισθείσα και άρα ειδωλολατρική μορφή του Χριστιανισμού. Αυτή είναι μία άλλη όψις του ισχυρισμού, ότι οι ελληνόφωνοι Ρωμαίοι Πατέρες ουδέποτε κατηνόησαν τον απόστολον Παύλον, τον οποίον, ως λέγουν, ηρμήνευσαν ορθώς μόνον ο Αυγουστίνος, ο Λούθηρος και ο Καλβίνος.
Δηλαδή ισχυρίζονται οι ακολουθούντες κατά γράμμα τον Αυγουστίνον Διαμαρτυρόμενοι ούτοι,57 ότι ο απόστολος Παύλος διδάσκει, ότι την ενοχήν του Αδάμ εκληρονόμησαν όλοι οι απόγονοι αυτού και ούτως η δικαιοσύνη του Θεού κατεδίκασεν εις κόλασιν όλην την ανθρωπότητα και επέβαλεν εις αυτήν την ποινήν του θανάτου. Κατά την αξίαν της κληρονομικής ταύτης ενοχής αξίζει εις όλους η κόλασις. Ο Θεός όμως επειδή ήθελεν, εξέλεξεν εκ των ανθρώπων μίαν ομάδα και προώρισεν αυτήν δια την σωτηρίαν. Οι μη εκλεγέντες δεν δύνανται να παραπονούνται, αφού ως συνένοχοι δια την αμαρτίαν του Αδάμ τιμωρούνται δικαίως. Ούτε δύνανται οι σεσωσμένοι να υπερηφανεύωνται ωσάν να απολαμβάνουν εκείνα τα οποία τους αξίζουν (αφού εις αυτούς ως και εις τους απολωλότας αξίζει η κόλασις). Απλώς πρέπει να ευχαριστήσουν τον Θεόν, διότι τους εδόθη η σωτηρία απολύτως δωρεάν, αν και δεν τους αξίζει.
Τα απαραίτητα προς σωτηρίαν καλά έργα δεν είναι των σεσωσμένων αλλά της χάριτος του Θεού, διότι ο άνθρωπος χωρίς χάριν όχι μόνον δεν δύναται να κάμη καλά και αξιόμισθα έργα, αλλ' ούτε ημπορεί να θέλη να κάμη τοιαύτα έργα. Ο Θεός επομένως βραβεύει το δώρον Του. Δια τούτο η σωστική χάρις του Θεού ενεργεί ακαταγωνίστως και δίδεται μόνον εις τους προωρισμένους, οι οποίοι έχοντες την πεποίθησιν της σωτηρίας των υπερβαίνουν τον φόβον της κολάσεως. Επομένως η σωτηρία δεν είναι συνέργεια μεταξύ Θεού και ανθρώπου αλλά ενέργεια του Θεού επί του ανθρώπου. Όπου δε η Αγία Γραφή αναφέρει, ότι ο Χριστός αγαπά τους αμαρτωλούς, εσταυρώθη δια τους αμαρτωλούς, και θέλει την σωτηρίαν των αμαρτωλών, δεν εννοεί όλους τους αμαρτωλούς, αλλά μόνον τους προωρισμένους δια την σωτηρίαν αμαρτωλούς.
Εις αυτά βλέπει κανείς σαφώς τας θεολογικάς εκείνας προϋποθέσεις, όχι απλώς του μίσους των Φράγκων κατά των κατ' αυτούς αιρετικών Γραικών αλλά και της αιτίας του μέχρι θανάτου διωγμού των Ρωμηών κατά την Φραγκοκρατίαν, ως και της αιτίας της εν τη Δύσει Ιεράς Εξετάσεως των Παπικών, αλλά και της αντιπαθείας των Προτεσταντών. Εκ τούτων δύναταί τις να αξιολογήση τας εις τα τοιαύτα απαντήσεις των Ορθοδόξων εν τω δευτέρω τόμω.58
Εκείνο το οποίον προξενεί εντύπωσιν εις τον ορθόδοξον μελετητήν είναι το γεγονός, ότι εις τας "Εξομολογήσεις" του ο Αυγουστίνος δίδει ζωηρώς την εντύπωσιν, ότι ο κατ' εξοχήν υπεύθυνος δια την απόσπασίν του από τον Μανιχαϊσμόν και την εις Χριστόν μεταστροφήν του, ήτο ο άγιος Αμβρόσιος.59 Θα ανέμενέ τις, ότι ως ο Αμβρόσιος ούτω και ο Αυγουστίνος θα ήτο οπαδός της θεολογίας των ελληνοφώνων Ρωμαίων Πατέρων και δεν θα ήρχετο εις ρήξιν με τα εν τη Δύσει πνευματικά τέκνα του Χρυσοστόμου. Πάντως κατανοεί πλήρως κανείς διατί ο άγιος Ιωάννης ο Κασσιανός άμα τω ακούσματι των ανωτέρω του Αυγουστίνου έκρουσεν αμέσως τον κώδωνα του κινδύνου.60 Δυστυχώς δεν εισηκούσθη όσον θα έπρεπε και όταν πλέον ενεφανίσθη ο Αυγουστίνος με την πανοπλίαν του Φράγκου κατακτητού πρώτον εν Ιταλία και εν συνεχεία με τας σταυροφορίας εις την Ανατολήν ήτο πλέον αργά.
Ο Αυγουστίνος μας πληροφορεί, ότι εξ αιτίας των κηρυγμάτων του Αμβροσίου, τα οποία παρηκολούθει εις τας τάξεις των κατηχουμένων καθ' εκάστην Κυριακήν εις τα Μεδιόλανα, εκλονίσθησαν αι περί Παλαιάς Διαθήκης μανιχαϊκαί προκαταλήψεις του και έμαθε να εκτιμά την ορθόδοξον ερμηνείαν των προφητών.61 Όταν όμως ο Αμβρόσιος ανέθεσεν εις τον Αυγουστίνον, προπαρασκευαζόμενον δια το βάπτισμα, να μελετήση τον προφήτην Ησαΐαν, ο Αυγουστίνος άφησε την μελέτην εις την μέσην διότι, ως μας πληροφορεί εις τας "Εξομολογήσεις" του, δεν τον εκατάλαβεν.62 Αντ' αυτού ησχολήθη με την φιλοσοφίαν, με αποτέλεσμα να προσέλθη εις το βάπτισμά του, έχων σχηματίσει την απόλυτον πεποίθησιν, ως γράφει εις το "Contra Academicos", ότι δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ των Πλατωνικών και της Αγίας Γραφής.63
Το παράδοξον εκ της ιστορίας ταύτης είναι ότι ο άγιος Αμβρόσιος, ομού μετά των ελληνοφώνων Ρωμαίων Πατέρων, απορρίπτει ρητώς το επί υπερβατικών αμεταβλήτων ιδεών βασιζόμενον πλατωνικόν και νεοπλατωνικόν σύστημα,64 το οποίον ο Αυγουστίνος και οι Φράγκοι μέχρι του Ουιλιέλμου Όκκαμ ουδέποτε ημφισβήτησαν,65 και ακολουθεί την ορθόδοξον διδασκαλίαν περί αποκαλύψεως του Θεού εις τους προφήτας και τους αποστόλους,66 ενώ ο Αυγουστίνος δημιουργεί μίαν πρωτότυπον σύνθεσιν,67 η οποία επεκράτησεν εις την φραγκολατινικήν παράδοσιν,68 και η οποία εν τω προσώπω του εκ Καλαβρίας Βαρλαάμ κατεδικάσθη εν Κωνσταντινουπόλει τω 1341, 1347 και 1351.69
Εν αντιθέσει προς την θεολογίαν των Πατέρων ο Αυγουστίνος διδάσκει ότι οι σεσωσμένοι θα ίδουν δια της χάριτος και δια της λογικής των την ουσίαν του Θεού και τα εν αυτή αρχέτυπα των όντων.70 Δια της οράσεως ταύτης της θείας ουσίας θα απαλλαγούν αι ψυχαί από το επιθυμητικόν, το θυμοειδές, και τα μεταβλητά, και ούτω θα γίνουν αμεταβλήτως ευδαίμονες.71 Επεκτεινόμενος επί των νεοπλατωνικών τούτων προϋποθέσεων παραδέχεται, ότι δύναταί τις εν τη ζωή ταύτη να φθάση εις ένδρασιν των εν τη θεία ουσία αρχετύπων των όντων δια της εκστάσεως της λογικής, εκ του σώματος και των του χρόνου72 ή οφείλει να γνωρίση αυτά δια του φωτισμού της λογικής, μέσω της Αγίας Γραφής και των κτισμάτων, προς βαθυτέραν κατανόησιν των ειδών ή των αρχετύπων λόγων και δι' αυτών του Θεού.73
Αι προϋποθέσεις αυταί εν συνδυασμώ με τας περί αμαρτίας και προορισμού διδασκαλίας του Αυγουστίνου ωδήγησαν εις τα περί κολάσεως και καθαρτηρίου πυρός δόγματα των Φραγκολατίνων, τα τόσον γνωστά μέσω των Dante και John Milton αλλά απαράδεκτα εις τους Πατέρας. Αφού οι Φραγκολατίνοι επίστευσαν, ότι οι κολασμένοι δεν βλέπουν τι το άκτιστον εξέλαβον το πυρ το αιώνιον της Αγίας Γραφής ως κτιστόν.74 Συνεπεία τούτου εφαντάσθησαν, ως και οι αρχαίοι, τον κόσμον της σωτηρίας και της απωλείας τριόφορον, αποτελούμενον από τον αμετάβλητον δια τους ευδαίμονας ουρανόν, την μεταβλητήν δια την δοκιμασίαν των ανθρώπων γήν, και τα μεταβλητά δια τους κολασμένους και καθαριζομένους καταχθόνια.
Ο ιερός Αυγουστίνος βλέπων, ότι οι προφήται και οι απόστολοι δεν επαρουσίαζον κατά τας προς αυτούς θεοφανείας και αποκαλύψεις του Αγγέλου του Κυρίου και της δόξης Αυτού φαινόμενα και κατάστασιν ανάλογον προς την νεοπλατωνικήν έκστασιν, κατέληξεν εις το συμπέρασμα, ότι οι απόστολοι και οι προφήται δεν είδον τον άκτιστον Λόγον εν τη ακτίστω δόξη Αυτού, εξαιρέσει ίσως του Μωϋσέως και του αποστόλου Παύλου,75 αλλά μόνον γινόμενα και απογινόμενα κτίσματα, συμβολίζοντα τον Θεόν και χρησιμεύοντα δια την μετάδοσιν μηνυμάτων Αυτού προς τους ανθρώπους.76 Εις το σημείον αυτό ο Αυγουστίνος διαφέρει των ορθοδόξων ελληνοφώνων και λατινοφώνων Πατέρων, συμπεριλαμβανομένου και του Αμβροσίου,77 και συμφωνεί κατ' ουσίαν με τας επί του θέματος γνωσιολογικάς προϋποθέσεις των Αρειανών και των Ευνομιανών, ως θα είδωμεν εν τω οικείω τόπω.78 Μάλιστα η επικράτησις της Αυγουστινείου αντιλήψεως περί αποκαλύψεως εξησθένησε σημαντικώς την χριστιανικήν εν τη Δύσει θεολογίαν της Παλαιάς Διαθήκης έναντι των Εβραίων, οίτινες ουδέν ουσιαστικόν πρόβλημα συναντούν εις την ανατροπήν των παλαιοτέρων περί Παλαιάς Διαθήκης θέσεων των δυτικών θεολόγων, ως θα είδωμεν.79
Σημειωτέον ότι εξ αιτίας του Αυγουστίνου αγνοούντες την αποφατικήν γλώσσαν της Αγίας Γραφής ωδηγήθησαν όχι μόνον εις τας δεισιδαιμονικάς των περί κολάσεως και καθαρτηρίου πυρός αντιλήψεις, αλλά και εις την εγκατάληψιν της υφ' όλων των αρχαίων Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων ταυτίσεως της βασιλείας και της δόξης του Θεού80 και εις υιοθέτησιν της υπό του Αυγουστίνου ταυτίσεως της βασιλείας μετά της Εκκλησίας81 και ούτως εις τας ατέρμονας περί ανυπάρκτου προβλήματος συζητήσεις των νεωτέρων ετεροδόξων ερμηνευτών περί πραγματοποιουμένης ή μελλοντικής εσχατολογίας ή συνδυασμού των δύο εν τη πρώτη Εκκλησία.82
Επίσης οι Δυτικοί ακολουθούντες τον Αυγουστίνον ηρμήνευσαν τας θεοφανείας της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, ως να επρόκειτο περί της υπό του Θεού θαμβώσεως κατωτέρας νοήσεως ανθρώπων μέσω καταπληκτικών φυσικο-υπερφυσικών φαινομένων, υποπιπτόντων εις τας αισθήσεις αυτών. Επειδή τοιαύται ερμηνείαι απομακρύνουν πολλούς από τον Χριστιανισμόν ανέλαβον τινές, να απομυθεύσουν την Αγίαν Γραφήν από τα εν αυτή δήθεν κοσμοείδωλα και δεισιδαιμονικά στοιχεία, ίνα γίνουν τα υπόλοιπα αποδεκτά από τον σύγχρονον άνθρωπον.83 Όμως δεν είναι η Αγία Γραφή η χρήζουσα απομυθεύσεως, αλλά η αυγουστίνειος ερμηνευτική παράδοσις, ήτις εγκαταλείψασα την πατερικήν αποφατικήν της θεώσεως ερμηνευτικήν παράδοσιν επέβαλεν επί της Αγίας Γραφής μίαν ξένην προς αυτήν ειδωλολατρικήν κοσμοθεωρίαν, με αποτέλεσμα να μη κατανοή πλέον τον αποφατικόν τρόπον χρήσεως των περί Θεού και της παρουσίας Αυτού και της μεθέξεως της χάριτος Αυτού ονομάτων.
Η βασική αδυναμία της αυγουστινείου θεολογίας της φραγκολατινικής παραδόσεως και η αιτία της πτώσεως αυτής εν τη συγχρόνω δυτική σκέψει είναι η αντίληψις ότι ο άνθρωπος είναι δυνατόν να συλλάβη λογικώς το άκτιστον και την ουσίαν αυτού δια των αρχετύπων των όντων. Αι προϋποθέσεις αύται ως ρίζαν έχουν την εκ μέρους του Αυγουστίνου αντιμετώπισιν ωρισμένων συγκεκριμένων προσωπικών προβλημάτων.
Ίνα υπερβή 1) τα εκ των Μανιχαίων τεθέντα προβλήματα βάσει του ισχυρισμού αυτών ότι ο άνθρωπος δύναται να συλλάβη μόνον τα υλικά κατηγορήματα του φωτός και του σκότους, εφόσον αι αντιτιθέμεναι αύται δυνάμεις είναι η μόνη και υψίστη κατ' αυτούς πραγματικότης εξ ής συνίστανται τα πάντα, 2) τα εκ του σκεπτικισμού τεθέντα προβλήματα, βάσει του ισχυρισμού των λεγομένων ακαδημαϊκών ότι τίποτε το θετικώς και απολύτως και μετά βεβαιότητος γνωστόν δύναται να υπάρχη εν τη ζωή ταύτη, και 3) τα εκ της σαρκός προσωπικά προβλήματα, κατέληξε δυστυχώς ο Αυγουστίνος εις την πλατωνικήν φιλοσοφίαν προ του βαπτίσματός του και ουδέποτε εγκατέλειψε τας προϋποθέσεις της φιλοσοφίας ταύτης εις τας οποίας καθυπέταξε το χριστιανικόν δόγμα.
Βάσει των ανωτέρω προβλημάτων η πλατωνική φιλοσοφία εδίδαξε τον Αυγουστίνον α) περί της υπάρξεως μιας πέραν της ύλης πραγματικότητος, ήτις κατανοείται δια του ηγεμονικού, β) περί της βεβαίας γνώσεως αυτής, και γ) περί της ευδαίμονος ζωής δια της υπερβάσεως των μεταβλητών και δια της ενώσεως μετά της πνευματικής και αμεταβλήτου πραγματικότητος.84
Πάντως μόνον μετά το βάπτισμα κατηνόησε την περί ενσαρκώσεως του Λόγου διδασκαλίαν της Εκκλησίας και ούτω μόνον τότε κατάλαβε την διαφοράν ταύτην μεταξύ Ορθοδόξων και Πλατωνικών.85 Ουδέποτε όμως εγκατέλειψε την γνώμην του, ότι η Εκκλησία και οι Πλατωνικοί συμφωνούν εις τας περί Αγίας Τριάδος και προορισμού του ανθρώπου διδασκαλίας αυτών.86 Επομένως η μόνη διαφορά μεταξύ των είναι κατά τον Αυγουστίνον ότι οι πνεύμα έχοντες Χριστιανοί γνωρίζουν που υπάγουν και την οδόν, δηλαδή τον Χριστόν, ενώ οι Πλατωνικοί γνωρίζουν που πρέπει να υπάγουν αλλά δεν γνωρίζουν αυτήν την οδόν. Μετά είναι οι απλοϊκοί πιστοί οι οποίοι δεν γνωρίζουν που υπάγουν, αλλά ακολουθούν την οδόν, και οι απλοϊκοί άπιστοι οι οποίοι αγνοούν και την οδόν και τον προορισμόν των.87
Υπό την πίεσιν των συγχρόνων εξελίξεων εις την γνωσιολογίαν και πολιτικήν φιλοσοφίαν, εις την ψυχολογίαν, κοινωνιολογίαν, ιστοριογραφίαν, εις τας θετικάς επιστήμας και την ανθρωπολογίαν και παλαιοντολογίαν, η μεσαιωνική πεποίθησις των Φραγκολατίνων περί της υπάρξεως αμεταβλήτων ειδών εγκατελείφθη αμεταστρεπτί υπό των εκατομμυρίων πνευματικών απογόνων αυτών και ως εκ τούτου διαμφισβητείται η ύπαρξις αμεταβλήτου κριτηρίου της ηθικής ως και η δυνατότης εκπληρώσεως της επιθυμίας του ανθρώπου, δι' ευδαιμονίαν εις υπερβατικήν στατικήν και αμετάβλητον δουλοπρεπή κατάστασιν.
Το παράδοξον είναι, ότι πολλοί εκ των κληρονόμων του φραγκολατινικού αυγουστινείου πολιτισμού απομακρύνονται σήμερον από τον Χριστιανισμόν, επειδή δεν δύνανται πλέον να πιστεύσουν εις διδασκαλίας, τας οποίας απεκήρυξαν οι Πατέρες γνωρίσαντες τον Χριστόν.
Το δράμα της Ρωσσίας ήρχισε κυρίως επί Μεγάλου Πέτρου, ότε διεδόθησαν αι αρχαί της Σχολαστικής θεολογίας τόσον ώστε να καταντήσουν οι Ρώσσοι θεολόγοι να γράφουν και να διδάσκουν με όλας τας συνεπείας Λατινιστί.88 Κατά τα τέλη του παρελθόντος αιώνος ήρχισε μία ισχυρά επάνοδος εις την θεολογίαν των Ρωμαίων Πατέρων. Το ίδιον παρατηρείται και εις την Ρουμανίαν,89 και την Σερβίαν,90 εις ωρισμένους τουλάχιστον θεολόγους.
Η επάνοδος όμως εις την θεολογίαν και πνευματικότητα των αγίων Πατέρων είναι απαραίτητος, διότι άνευ των θεουμένων ούτε οδηγούς δυνάμεθα να έχωμεν, ούτε την αποστολικήν ευσέβειαν να φθάσωμεν, και άρα ούτε τον προορισμόν μας να γνωρίζωμεν, ούτε την Αγίαν Γραφήν να ερμηνεύσωμεν.
Αλλ' ίνα ολοκληρωθή η επάνοδος αυτή και καρποφορήση πρέπει να απελευθερωθούν οι Ρωμαίοι Πατέρες από την ερμηνευτικήν περί αυτών παράδοσιν των Φραγκολατίνων και των απογόνων αυτών. Προς τούτο είναι απαραίτητος η σαφής και ακριβής διάκρισις μεταξύ της πατερικής και της αυγουστινείου θεολογικής μεθόδου.
Εις τους Πατέρας το κριτήριον της αληθείας και των δογμάτων είναι η εν Θεώ θεωρία των θεουμένων. Δηλαδή η εν Χριστώ κοινωνία των προφητών, αποστόλων και αγίων είναι το θεμέλιον του αλαθήτου της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως και της θεολογικής μεθόδου Αυτής.
Εγκαταλείψαντες οι Φραγκολατίνοι την εν Χριστώ ένωσιν των θεουμένων, δηλαδή την περί θεώσεως και θεολογίας διδασκαλίαν αυτών, αντικατέστησαν εν καιρώ το αλάθητον της κοινωνίας των θεουμένων και των μετ' αυτών κοινωνούντων της αποστολικής διαδοχής της χειροτονίας, της χάριτος και της αληθείας με το αλάθητον του φραγκολατίνου Πάπα της Ρώμης, όστις ιδέαν δεν έχει περί της θεώσεως και της επ' αυτής ερειδομένης θεολογίας των προφητών, των αποστόλων και των αγίων. Αλλ' ούτε ο Προτεσταντισμός υπωπτεύθη ποτέ την ύπαρξιν της τοιαύτης επί της θεώσεως ερειδομένης θεολογίας, διότι και αυτός υπήρξε κατ' εξοχήν κατασκεύασμα του Αυγουστίνου και του φραγκολατινικού πολιτισμού.
Η' Η Αποκάλυψις, η Ιερά Παράδοσις, η Αγία Γραφή και το Αλάθητον
Το κέντρον της Ιεράς Παραδόσεως είναι ο Χριστός και η μετ' Αυτού κοινωνία και η περί Αυτού μαρτυρία των φίλων Αυτού προφητών, αποστόλων και αγίων. Εις την Παλαιάν Διαθήκην ο Χριστός απεκάλυπτεν Εαυτόν ασάρκως και εν Εαυτώ τον Πατέρα δια Πνεύματος Αγίου εις τους προφήτας φίλους Αυτού, μετά δε την ενανθρώπησιν Αυτού εν σαρκί εις τους φίλους Αυτού προφήτας, αποστόλους και αγίους.
Εν τη αποκαλύψει ως και εν τη Ιερά Παραδόσει έχομεν τρία τινα, 1) Τον αποκαλύπτοντα και δοτήρα, 2) το αποκαλυπτόμενον ή την δωρεάν, και 3) τον δέκτην, φύλακα και μεταδότην της αποκαλυπτομένης δωρεάς.
1) Ο αποκαλύπτων δοτήρ είναι ο Θεός. Ο απεσταλμένος μεταφορεύς και εν Εαυτώ κατά φύσιν φέρων και αποκαλύπτων τον Θεόν και την Αυτού δωρεάν δοτήρ είναι ο Λόγος του Θεού, όστις εν τω αποκαλύπτοντι και κατά φύσιν δοτήρι Πνεύματι Αυτού χαρίζει την αποκάλυψιν και μέθεξιν της δωρεάς τοις ανθρώποις μέσω των προφητών, των αποστόλων, των αγίων και του ιερατείου.
2) Η αποκαλυπτομένη και μετεχομένη δωρεά της οποίας την μέθεξιν χαρίζει ο Χριστός εκ του Πατρός εν Πνεύματι Αγίω εις τον λαόν του Θεού, μέσω των προφητών, αποστόλων και αγίων είναι η άκτιστος φυσική δόξα του Χριστού, ήτις αμερίστως μερίζεται εν μεριστοίς κατά την αξίαν ή προετοιμασίαν των ανθρώπων. Η δωρεά της αποκαλύψεως και μεθέξεως της δόξης του Θεού δια του Αγγέλου του Θεού εν τω Πνεύματι Αυτού τοις προφήταις και τω λαώ του Θεού εν τη Παλαιά Διαθήκη, συμπεριλαμβάνει εν τη ενσαρκώσει και την ανθρωπίνην φύσιν του Θεού Λόγου.
Μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης ναι μεν υπάρχει ταυτότης της πηγής της αποκαλυπτομένης δωρεάς, διότι και εις τας δύο Διαθήκας είναι ο Χριστός, Όστις αποκαλύπτει τον Θεόν, οδηγεί και σώζει τον λαόν Του, δια των θεουμένων φίλων Αυτού, αλλά υπάρχει ριζική διαφορά. Την διαφοράν ταύτην συνοψίζομεν ως εξής.
Ενώ ο λαός του Θεού εν τη Παλαιά Διαθήκη είχε μέθεξιν και πρόγευσιν της δόξης του Χριστού, παρά ταύτα εκυριάρχει επ' αυτού ο διάβολος δια του θανάτου. Υπό το κράτος του θανάτου ή εις τον Άδην ευρίσκοντο όχι μόνον οι άδικοι αλλά και οι δίκαιοι φίλοι του Θεού.1 Εν τω ενσαρκωθέντι Λόγω κατηργήθη ο θάνατος, και ο έχων το κράτος αυτού εστερήθη της κυριαρχίας ήν εξήσκει αδίκως επί των δικαίων.2 Αι πύλαι του Άδου ή του θανάτου κατίσχυον της Εκκλησίας εν τη Παλαιά Διαθήκη, αλλά δια της εν Χριστώ πρώτης αναστάσεως των αγίων και της καταργήσεως του πρώτου θανάτου έπαυσαν να κατισχύουν Αυτής.3 Πρό της ενσαρκώσεως η μέθεξις της δόξης ή βασιλείας του Λόγου υπό των προφητών και των πιστών ήτο προσωρινή, εν δε τω θανάτω και τη αναστάσει του ενσαρκωθέντος Λόγου κατέστη μόνιμος.4 Και εις τας δύο Διαθήκας η μέθεξις εις την δόξαν ή βασιλείαν του Χριστού έχει χαρακτήρα αποκαλυπτικόν, σωστικόν, αγιαστικόν και θεωτικόν, αν και προ της ενσαρκώσεως δεν ήτο μόνιμος.5
Αυτή η εν τω λαώ του Θεού ενέργεια του Λόγου προ και μετά την ενσάρκωσιν Αυτού είναι η Παρακαταθήκη της πίστεως,6 ως και το κέντρον και η μορφοποιός δύναμις της Ιεράς Παραδόσεως και η κεντρική διδασκαλία της Αγίας Γραφής.
3) Ο δέκτης, φύλαξ και μεταδότης της θείας ταύτης αποκαλύψεως και δωρεάς είναι ο δια της θεώσεως γενόμενος προφήτης, απόστολος και άγιος της Εκκλησίας, ως και ο παραμένων εν Πνεύματι Αγίω πιστός εις τους θεουμένους και την διδασκαλίαν αυτών λαός του Θεού. Ο ούτω θεούμενος προφήτης, απόστολος και άγιος λαμβάνει άμεσον γνώσιν του Θεού δια του Χριστού εν Πνεύματι, και ο λαός του Θεού λαμβάνει μέσω των θεουμένων φίλων του Χριστού έμμεσον γνώσιν περί του Θεού.7 Την έμμεσον ταύτην περί Θεού γνώσιν μεταδίδει ο Λόγος του Θεού δια των προφητών, αποστόλων και αγίων προφορικώς και γραπτώς εν νοήμασι μέσω εικόνων και ρητών. Ο λαός λαμβάνει από τους θεουμένους προφήτας, από τον ενσαρκωθέντα Λόγον, και από τους αποστόλους και τους αγίους νοήματα και εικόνας εν κτιστοίς ρήμασι, ενώ οι διαβεβηκότες εν θεωρία θεούμενοι βλέπουν αοράτως τα αόρατα, ακούουν ανηκούστως τα ανήκουστα και τα άρρητα και νοούν υπερνοητώς τα υπέρ την νόησιν και την λογικήν μυστήρια της βασιλείας.8
Η εκ των προφητών, εκ του ενσαρκωθέντος Λόγου και εκ των αποστόλων έμμεσος γνώσις περί του Θεού εμπεριέχεται εις την Αγίαν Γραφήν, εις την λειτουργικήν και μυστηριακήν ζωήν της Εκκλησίας, εις τα συγγράμματα των Πατέρων και εις τας αποφάσεις των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων. Η δε άμεσος υπό των θεουμένων γνώσις του Θεού υπερβαίνει τα περί Θεού σύμβολα ταύτα, ουδέποτε όμως διαφέρει αυτών, αλλ' είναι πάντοτε σύμφωνος προς ταύτα. Όπως η άμεσος και έμμεσος γνώσις πάντοτε συμφωνούν ούτω και οι έχοντες την άμεσον γνώσιν πάντοτε συμφωνούν μεταξύ των και κατανοούν τα νοήματα αλλήλων. Υπάρχει μεταξύ αυτών ερμηνευτική ταυτότης. Δια τούτο ψευδοπροφήτης και ψευδαπόστολος και ψευδοάγιος ή ψευδοθεούμενος διδάσκει αντίθετα προς την διδασκαλίαν της Αγίας Γραφής και των θεουμένων.
Η δύναμις ήτις καθιστά δυνατήν την αποδοχήν, την φύλαξιν και την μετάδοσιν ή παράδοσιν της αποκαλυπτομένης και σωστικής, αγιαστικής και θεωτικής δωρεάς του Θεού, δηλαδή της Παρακαταθήκης της εν τω σαρκωθέντι Λόγω ως άνω ενεργείας και χάριτος, είναι αυτή αύτη η Παρακαταθήκη, ήτις μεταδίδεται και μετέχεται δια του μυστηρίου της δόξης και βασιλείας ή δια του μυστηρίου του Σταυρού και της Αναστάσεως.9
Ο εμφανίσας Εαυτόν εν δόξη ασάρκως τοις προφήταις και εν σαρκί αυτοίς και τοις αποστόλοις Λόγος του Θεού, Όστις τω Πνεύματι Αυτού ενεφάνισεν εν Εαυτώ τον Πατέρα Θεόν και επ' εσχάτων των ημερών εγεννήθη ως άνθρωπος εκ της Θεοτόκου, είναι Αυτός η Παρακαταθήκη ήν παραλαμβάνει και παραδίδει η Ιεραρχία από γενεάς εις γενεάν κατά την θείαν Ευχαριστίαν εις τους επισκόπους και τους πρεσβυτέρους κατά την ημέραν της χειροτονίας αυτών, ίνα δια των επισκόπων και των πρεσβυτέρων φυλαχθή και μεταδοθή προς αγιασμόν και θέωσιν των πιστών.10 Αλλά ο σαρκωθείς Λόγος, ο ίδιος, ο οίκος του Θεού και το κατοικητήριον των πιστών, είναι Εκείνος Όστις εν τω επισκόπω τη ζώση εν τοις μυστηρίοις εικόνι Αυτού,11 δέχεται, φυλάττει και μεταδίδει ή παραδίδει την Παρακαταθήκην, δηλαδή τον Εαυτόν Του μετά των αγγέλων και των φίλων Αυτού προς τελείωσιν του λαού Αυτού. Ο Χριστός είναι η Εκκλησία,12 ή η Άμπελος,13 ήν εφύτευσεν ο Θεός τη δεξιά Αυτού, ήτοι δια της δόξης και της βασιλείας Αυτού, δι' ής κατέστρεψε το βασίλειον του θανάτου και ανέστησε τας ψυχάς των νεκρών εν τω Άδη και δια του βαπτίσματος ανιστά τας ψυχάς των κεκαθαρμένων των πεφωτισμένων και των θεουμένων.14 Αι δε ψυχαί αυταί είναι τα κλήματα της αμπέλου και γεωργός ο Θεός.15
Ο Θεός δια του ενσαρκωθέντος Λόγου εν Πνεύματι Αγίω καθιστά δυνατήν την αποδοχήν, φύλαξιν και μετάδοσιν της χάριτος, ουχί παρά την βούλησιν ακαταγωνίστως, αλλ' αντιθέτως τη συνεργεία του ανθρώπου προς καρποφόρον βλάστησιν των κλημάτων. Η άμπελος και τα κλήματα ομού είναι η Εκκλησία. Το αποκοπτόμενον της αμπέλου άκαρπον και ξηρόν κλήμα παύει να είναι φορεύς της Παρακαταθήκης, αφού, η Παρακαταθήκη δεν δύναται να ταυτισθή με το νεκρόν κλήμα. Η Παρακαταθήκη είναι ολόκληρος η άμπελος μετά των καρποφόρων κλημάτων, δηλαδή ο σεσαρκωμένος Λόγος του Θεού σύν τοις μετόχοις του σώματος και της βασιλείας Αυτού αγίοις και πιστοίς.16 Εξ όλων των μέχρι τούδε λεχθέντων συνάγεται ότι, ίνα έχωμεν ορθήν και ολοκληρωμένην αντίληψιν περί της Ιεράς Παραδόσεως ή της Παρακαταθήκης, πρέπει να καθορισθή ορθώς Α) ποίος είναι και πώς καθίσταται ο δέκτης, φύλαξ και μεταδότης της Παρακαταθήκης της πίστεως, και Β) τί και πώς δέχεται, φυλάττει και μεταδίδει.
Α) Οι δέκται, φύλακες και μεταδόται της Παρακαταθήκης της Ιεράς Παραδόσεως διαιρούνται σαφώς και ακριβώς εις γνωστικούς και πιστούς,17 δηλαδή 1) εις τους γνωρίζοντας αμέσως την δόξαν και βασιλείαν του Θεού γνωστικούς αυτόπτας μάρτυρας της προ και μετά την ενσάρκωσιν φυσικής θεότητος του Χριστού, προφήτας, αποστόλους και αγίους, και 2) εις τους Πνεύματι Αγίω αποδεχομένους, φυλάσσοντας και μεταδίδοντας με παιδικήν απλότητα την προφορικήν και γραπτήν περί Θεού μαρτυρίαν και διδασκαλίαν των θεοπτών πιστούς.
Οι έχοντες την ενδιάθετον πίστιν18 αληθινοί πιστοί δεν παραδέχονται, όπως είδαμε, γενικήν τινά της φαντασίας ή της φιλοσοφίας ιδέαν περί Θεού, αλλά πιστεύουν συγκεκριμένως και αποκλειστικώς εις τον Θεόν του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ.19 Δηλαδή πιστεύουν εις τον Κύριον της Δόξης, Όστις τω Πνεύματι Αυτού απεκάλυψεν εν Εαυτώ την φυσικήν Αυτού άκτιστον δόξαν και βασιλείαν και θεότητα του Θεού ασάρκως εν τη Παλαιά Διαθήκη και εν σαρκί εν τη Καινή Διαθήκη. Οι πιστοί αποδέχονται απολύτως και αδιστάκτως την μαρτυρίαν και περί Θεού διδασκαλίαν των προφητών, των αποστόλων και των αγίων, αρκούνται δε εις τα ρήματα και τα νοήματα αυτών. Αποφεύγουν την επιστημονικήν και φιλοσοφικήν μέθοδον ανευρέσεως της περί Θεού και χάριτος και ενσαρκώσεως και Εκκλησίας κ.λ.π. αληθείας διότι α) μεταξύ της αληθείας ταύτης και της εν τω κόσμω επιστημονικής περί της φύσεως αληθείας ουδεμία ομοιότης υπάρχει και άρα ούτε επιστημονική μέθοδος υπάρχει γεφυρώσεως της κάτω αληθείας προς την άνω και β) οι πνευματικοί ηγέται και πατέρες αυτών, οι προφήται, οι απόστολοι και οι άγιοι, δεν είναι στοχασταί διαλεγόμενοι και αναζητούντες την αλήθειαν, αλλ' αυτόπται μάρτυρες της εν Χριστώ αληθείας,20 ήτοι της θεότητος, της βασιλείας, της χάριτος και της δόξης του Χριστού, της υποστατικής εν Αυτώ ενώσεως των δύο Αυτού φύσεων, της ομοουσιότητος του Λόγου και του Αγίου Πνεύματος τω Πατρί, των μυστηρίων της βασιλείας του Θεού, της Εκκλησίας, της κρίσεως κ.τ.λ., αφού την ημέραν της Πεντηκοστής οι απόστολοι ωδηγήθησαν εις πάσαν την αλήθειαν υπό του Παρακλήτου Πνεύματος ως υπεσχέθη εις αυτούς ο Κύριος. Δι' αυτόν τον λόγον οι θεούμενοι προφήται και απόστολοι και οι ακολουθούντες αυτούς Πατέρες της Εκκλησίας θεολογούν ουχί στοχαστικώς και διαλεκτικώς αλλά πνευματικώς εν τω γνόφω της μυστικής θεολογίας.21
Η νεοφανής μεταξύ Ορθοδόξων τινών διδασκαλία ότι τα λόγια του Χριστού προς τους μαθητάς Αυτού εν τω Ευαγγελίω του Ιωάννου 14,25-26 : 16,12-13 α) κάμνουν άμεσον λόγον "περί του έργου του Αγίου Πνεύματος εν τη Εκκλησία μετά την Ανάληψιν του Χριστού και την Πεντηκοστήν" και β) αναφέρονται εις την οδήγησιν των "πιστών" και γ) αναφέρονται εις την εκάστοτε οδήγησιν της Εκκλησίας "εις βαθυτέραν κατανόησιν και εναργεστέραν σύλληψιν των μυστηρίων της δια του Ιησού Χριστού επιτελεσθείσης σωτηριώδους οικονομίας", είναι απαράδεκτος πλάνη και εντελώς ξένη προς την διδασκαλίαν των Πατέρων της Εκκλησίας και εν γενικαίς γραμμαίς ομοιάζει με τους καταδικασθέντας ισχυρισμούς των Μοντανιστών περί της μετά την Πεντηκοστήν οδηγήσεως εις πάσαν την αλήθειαν.22
Συνοψίζων την εν προκειμένω διδασκαλίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας, δηλαδή των αγίων Πατέρων και μάλιστα όλων αυτών ο μέγας της Ορθοδοξίας πατήρ άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς γράφει τα εξής περί της ημέρας της Πεντηκοστής, "αλλά και επί το σωτήριον ερχόμενος πάθος προς τους οικείους μαθητάς έλεγεν, "εάν αγαπάτέ με τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε, και εγώ ερωτήσω τον Πατέρα, και άλλον Παράκλητον δώσει υμίν, ίνα μένη μεθ' υμών εις τον αιώνα, το Πνεύμα της αληθείας"23. Και πάλιν, "ταύτα λελάληκα υμίν, παρ' υμίν μένων, ο δε Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιον, ό πέμψει ο Πατήρ εν τω ονόματί μου, εκείνος υμάς διδάξει πάντα"24]. Και πάλιν, "όταν έλθη ο Παράκλητος, όν εγώ πέμψω υμίν παρά του Πατρός, το Πνεύμα της αληθείας, ό παρά του Πατρός εκπορεύεται, εκείνος μαρτυρήσει περί εμού, και οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν". Νύν ουν επληρώθη η επαγγελία, και κατήλθε το Πνεύμα το Άγιον, παρά Πατρός τε και Υιού πεμφθέν τε και δοθέν, και τους αγίους μαθητάς περιλάμψαν, και όλως λαμπάδας ανάψαν θείως, μάλλον δε φωστήρας αναδείξαν υπερκοσμίους και παγκοσμίους, αιωνίου ζωής επέχοντος λόγον, δι' αυτών την οικουμένην πάσαν εφώτισεν".
Επομένως τα λεχθέντα ταύτα του Χριστού περί της υπό του Παρακλήτου οδηγήσεως των αποστόλων εις πάσαν την αλήθειαν εξεπληρώθησαν την ημέραν της Πεντηκοστής. Αναφέρονται εις την εν τη ημέρα ταύτη εμπειρίαν της θεώσεως, δηλαδή της επιδημίας δια μόνιμον μέθεξιν του Παρακλήτου Πνεύματος και της αποκαλύψεως Αυτού ως υποστάσεως ή προσώπου. Εκείνα τα οποία δεν ηδύναντο βαστάζειν οι απόστολοι εν τω 16ω κεφαλαίω του Ιωάννου εβάσταζον την Πεντηκοστήν δια της θεώσεως αυτών, δηλαδή δια της εν Θεώ θεωρίας.
Εδώ έχομεν σαφώς την διάκρισιν μεταξύ 1) της υπό του Κυρίου διδασκαλίας και αποκαλύψεως δια του λόγου και των θαυμάτων, ήτις δεν είναι ακόμη η εμπειρία απάσης της αληθείας, την οποίαν δεν μανθάνει τις μόνον ούτω και 2) της αποκαλύψεως ή φανερώσεως της φυσικής δόξης και θεότητος του Χριστού εν Αγίω Πνεύματι δια της θεώσεως του όλου ανθρώπου, ήτις υπερβαίνει τον λόγον και την νόησιν. Κατ' ουδένα τρόπον δύνανται να εκληφθούν τα λόγια του Χριστού περί οδηγήσεως εις πάσαν την αλήθειαν ως να επρόκειτο περί οδηγήσεως εις πάσαν την αλήθειαν μετά την ημέραν της Πεντηκοστής.
Επίσης τα λεχθέντα του Χριστού περί οδηγήσεως εις πάσαν την αλήθειαν δεν αναφέρονται εις τους πιστούς γενικώς αλλά εις τους γενομένους φίλους του Χριστού αποστόλους, ως σαφώς αναπτύσσει ανωτέρω ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Δεν είναι η εμπειρία αυτή όλων των πιστών ή όλων των μελών της Εκκλησίας αλλά μόνον των γενομένων φίλων του Χριστού αγίων. Οσάκις άγιοί τινες ως ο απόστολος Παύλος, ο πρωτομάρτυς Στέφανος,26 και άλλοι πολλοί μεταγενεστέρως έφθαναν εις την θέωσιν ή θεοπτίαν ωδηγούντο οι θεούμενοι ούτοι εις την ιδίαν ακριβώς αλήθειαν εις ήν ωδηγήθησαν οι απόστολοι την ημέραν της Πεντηκοστής. Δηλαδή αυτή η αποκάλυψις μετά την Πεντηκοστήν είναι απλώς φανέρωσις της δόξης του εν σαρκί Λόγου. Δεν έχει καθόλου την σημασίαν της αποκαλύψεως νέων ή συμπληρωματικών αληθειών πέραν των όσων απεκαλύφθησαν κατά την Πεντηκοστήν. Δια τούτο ο απόστολος Παύλος εκφράζει την διδασκαλίαν όλων των αποστόλων γράφων, "αλλά και εάν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίσηται υμίν παρ' ό ευηγγελισάμεθα υμίν, ανάθεμα έστω, ως προειρήκαμεν, και άρτι πάλιν λέγω, εί τις υμάς ευαγγελίζεται παρ' ό παρελάβετε, ανάθεμα έστω".
Αλλά ούτε αποτελεί η εμπειρία αύτη της θεώσεως "εμβάθυνσιν" εις τας ήδη αποκεκαλυμμένας αληθείας, ως να μη υπήρχε την Πεντηκοστήν η ανωτάτη δυνατή εν τη ζωή ταύτη βαθμίς εμβαθύνσεως η υπερβαίνουσα πάσαν λογικήν και νοητήν εμβάθυνσιν.
Χρειάζεται προσοχή να μη δώσωμεν εις την πατερικήν χρήσιν της λέξεως αποκάλυψις την δυτικήν της λέξεως σημασίαν, καθ' ήν πρόκειται περί αποκαλύψεων λέξεων, εικόνων, νοημάτων και αξιωμάτων, άνευ της υπερβαινούσης τον λόγον και την νόησιν ακτίστου δόξης του Χριστού, εις ά πιστεύει πεπλανημένως η δυτική Εκκλησία, ότι οφείλει δια των θεολόγων της να εμβαθύνη, ίνα με την πάροδον του χρόνου κατανοήση καλύτερον την αποκάλυψιν δια την ανάπτυξιν των δογμάτων.
Πρόοδος μετά την Πεντηκοστήν υπάρχει ουχί εις την οδήγησιν της Εκκλησίας εις πάσαν την αλήθειαν ή εις την βαθυτέραν κατανόησιν αυτής, αλλά εις την εν τοις Πατράσι και Οικουμενικαίς και Τοπικαίς Συνόδοις διατύπωσιν της αληθείας ταύτης υπό την καθοδήγησιν του Αγίου Πνεύματος προς αντιμετώπισιν εξαιρέτων, αναγκών, και εις την υπό της Εκκλησίας οδήγησιν των πιστών εις μέθεξιν της ήδη και πλήρως αποκαλυφθείσης την Πεντηκοστήν αληθείας δια της καθάρσεως, του φωτισμού και της θεώσεως.
Η Εκκλησία δογματίζουσα και διατυπούσα την διδασκαλίαν της δεν είναι το ίδιον με την υπό του Παρακλήτου Πνεύματος οδήγησιν εις πάσαν την αλήθειαν. Ούτε πρόκειται "περί συμπληρώσεως και ολοκληρώσεως της εν Χριστώ διδαχής" εις τους πιστούς, αλλά περί δογματίσεως και διατυπώσεως της κατά την Πεντηκοστήν πλήρως αποκαλυφθείσης πάσης αληθείας.
Ο ισχυρισμός ότι το Άγιον Πνεύμα οδηγεί την Εκκλησίαν εις βαθυτέραν κατανόησιν και εναργεστέραν σύλληψιν των μυστηρίων της δια του Ιησού Χριστού επιτελεσθείσης σωτηριώδους οικονομίας είναι δόγμα της φραγκοπαπικής αυγουστινείου παραδόσεως, όπως είδωμεν, βάσει του οποίου οι Φράγκοι εδογμάτισαν τω 809 το αιρετικόν περί Filioque δόγμα, και μετά την κατάκτησιν του Πατριαρχείου της Ρώμης όλας τας άλλας πλάνας των, και το οποίον δόγμα επί αιώνας καταδικάζει η Ορθόδοξος Εκκλησία.
Εις τους Πατέρας δεν υπάρχει βαθυτέρα κατανόησις των μυστηρίων από την θεωτικήν εμπειρίαν των αποστόλων την Πεντηκοστήν, και αυτή η εν Θεώ θεωρία υπερβαίνει τας ανθρωπίνας δυνάμεις της κατανοήσεως και συλλήψεως, αφού υπερβαίνει την νόησιν και την λογικήν. Εις τί λοιπόν δύναται ο μη θεούμενος να εμβαθύνη, ίνα αποκτήση βαθυτέραν κατανόησιν και εναργεστέραν σύλληψιν από την Πεντηκοστήν και με ποίον μέσον; Οι μεταγενεστέρως εν τη Εκκλησία θεούμενοι δεν έχουν ποτέ βαθυτέραν τινά κατανόησιν από αυτήν των αποστόλων, αλλά πάντοτε την ιδίαν και ταύτην αν τους την δωρίση ο Χριστός. Όθεν δεν οδηγείται η Εκκλησία εις πάσαν την αλήθειαν ή εις βαθυτέραν κατανόησιν αυτής, αλλά απλώς οι πιστοί οδηγούνται εις βαθυτέραν αυτής κατανόησιν δια της καθάρσεως, του φωτισμού και της υπερβαινούσης την κατανόησιν θεώσεως.
Όλως εσφαλμένως λοιπόν πιστεύουν οι ετερόδοξοι ιστορικοί των δογμάτων ότι η εκάστοτε εμφάνισις νέας ορολογίας εν τη Εκκλησία ως τα ονόματα "Αγία Τριάς", "μία ουσία", "τρείς υποστάσεις", "ομοούσιος", "φυσική ή υποστατική ένωσις", Filioque κ.λ.π. σημαίνει πρόοδον εις κατανόησιν των δογμάτων ή ανάπτυξιν, ή εξέλιξιν αυτών. Αι εσφαλμέναι αυταί ερμηνείαι έχουν την ρίζαν των εις την θεολογικήν μέθοδον του Αυγουστίνου. Οι Ρωμαίοι Πατέρες είχον ακριβή και σαφή γνώσιν της εισαγωγής και της εξελίξεως νέας ορολογίας, αλλ' ουδέποτε εξέλαβον ταύτην ως εμβάθυνσιν, ανάπτυξιν ή εξέλιξιν, αλλά μόνον ως διατύπωσιν και δογμάτισιν της ήδη και πλήρως κατανοηθείσης υπερνοητώς δια της θεώσεως αληθείας. Η κλείς της κατανοήσεως της δογματικής θεολογίας και της θεολογικής μεθόδου των Πατέρων δεν είναι φιλοσοφικόν τι σύστημα αλλά οι βίοι των προφητών, των αποστόλων και των αγίων, ως ήδη διεπιστώσαμεν.
Η ριζική διαφορά μεταξύ των γνωστικών (προφητών, αποστόλων και αγίων) και των πιστών είναι ότι ο θεούμενος μετέχει μετά των πιστών της Παρακαταθήκης της θείας χάριτος, μέσω της διδασκαλίας, των θαυμάτων, και των μυστηρίων της βασιλείας του Χριστού, αλλά επί πλέον ο Χριστός αποκαλύπτει εις αυτόν την φυσικήν δόξαν, βασιλείαν, θεότητα, και χάριν Αυτού, του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος. Ούτως ο θεούμενος μετέχει και της αποκαλύψεως της υπερβαινούσης την εν κτισταίς λέξεσι, εικόσι, συμβόλοις και νοήμασιν έκφρασιν της Παρακαταθήκης. Προς το παρόν οι πιστοί γνωρίζουν τα διδάγματα και θαύματα και τας ενεργείας του Χριστού και των αγίων Αυτού εν τη Αγία Γραφή και τοις θείοις μυστηρίοις, τα σαφώς μαρτυρούντα περί της φυσικής θεότητος του Χριστού και της μετ' Αυτού κατά χάριν συμβασιλείας των αγίων. Οι πιστοί μετέχουν και αυτοί μετά των θεουμένων της ιδίας Παρακαταθήκης, αλλά της κεκρυμμένης εν κτισταίς λέξεσι, εικόσι, συμβόλοις, νοήμασι και τελεταίς, και προορίζονται και αυτοί να ίδουν τον Χριστόν κατά πνεύμα εν τη δόξη και βασιλεία Αυτού ως είδον Αυτόν οι απόστολοι εν Θαβώρ κατά την Μεταμόρφωσιν, μετά την Ανάστασιν και κατά την Πεντηκοστήν.
Πρέπει να τονισθή ευθύς εξ αρχής ότι η κτιστή εν λέξεσι, εικόσι και συμβόλοις έκφρασις της ακτίστου χάριτος και ενεργείας του Θεού Λόγου και της ενσαρκώσεως Αυτού, η οποία είναι η Αγία Γραφή, τα σύμβολα και οι όροι των Οικουμενικών Συνόδων και τα συγγράμματα ή η διδασκαλία των Πατέρων είναι έργον της αλαθήτου ενεργείας του Αγίου Πνεύματος του φωτίζοντος τους προφήτας, τους αποστόλους και τους αγίους εις την δια της κτιστής ταύτης εκφράσεως καθοδήγησιν των πιστών εις εκπλήρωσιν του θελήματος του Θεού δια της μεθέξεως της δόξης και βασιλείας του Χριστού. Τα ρήματα και αι ενέργειαι του Χριστού είναι αλάθητα διότι ο Χριστός είναι φύσει η αυτοαλήθεια. Η Αγία Γραφή, οι όροι των Οικουμενικών Συνόδων, η ερμηνευτική παράδοσις των αγίων Πατέρων, και η λειτουργική εν τοις μυστηρίοις ζωή της Εκκλησίας είναι επίσης αλάθητοι εκφράσεις της ενέργειας του Θεού και οδηγούν κατά τρόπον ασφαλή και απλανή τους πιστούς τους έχοντας πνευματικούς πατέρας, με το χάρισμα της διακρίσεως των πνευμάτων, εις τον αγιασμόν και την θέωσιν ακριβώς, διότι εμπεριέχουν την διδασκαλίαν, την πράξιν και την εμπειρίαν των θεουμένων προφητών, αποστόλων και αγίων των γνωρισάντων και γνωριζόντων τον Χριστόν ουχί μόνον κατά σάρκα αλλά και κατά πνεύμα εν τη δόξη Αυτού.
Η υπάρχουσα εν τη παρακαταθήκη διάκρισις μεταξύ της υπερβαινούσης την νόησιν την λογικήν και την αίσθησιν δόξης του Θεού και της εν κτιστοίς συμβόλοις και νοήμασι εκφράσεως αυτής προ και μετά την ενσάρκωσιν, ουδεμίαν σχέσιν έχει με πλατωνικήν τινα διάκρισιν μεταξύ υπερβατικών αρχετύπων και εν τω κόσμω εικόνων αυτών εξ επόψεως είτε γνωσιολογικής είτε σωτηριολογικής. Μεταξύ της ακτίστου δόξης του Θεού και των κτισμάτων, όπως είδαμεν, ουδεμία ομοιότης υπάρχει. Δια τούτο ξανατονίζομεν πώς η δόξα του Θεού λέγεται και γνόφος και το πυρ της κολάσεως λέγεται και σκότος. Η απόδοσις αυτή αντιθέσεων εις τον Θεόν γίνεται, όπως είδαμεν, ίνα τονισθή ότι αι περί τον Θεόν ενέργειαι υπερβαίνουν πάν κτιστόν αγγελικόν, ανθρώπινον και κοσμολογικόν κατηγόρημα.
Είναι φανερόν ότι η μέχρι τούδε περιγραφομένη Παρακαταθήκη της Παραδόσεως, ως βασιλεία και δόξα του Θεού, υπάρχει προ κτίσεως κόσμου, δημιουργεί την κτίσιν, φανερούται τοις πρωτοπλάστοις και μετά την πτώσιν τοις προπατόροις και προφήταις εν τη Παλαιά Διαθήκη, πληρούται δια της ενσαρκώσεως του Λόγου και της υπ' Αυτού "πατήσεως" του θανάτου, και ενεργεί την κάθαρσιν, τον φωτισμόν και την θέωσιν των πιστών εν τη Εκκλησία. Εκ του γεγονότος τούτου φαίνεται σαφώς ότι η Παρακαταθήκη της Ιεράς Παραδόσεως είναι τι διάφορον ή ανεξάρτητον του κειμένου της Αγίας Γραφής και δια της θεώσεως γίνεται γνωστή αμέσως άνευ της μεσολαβήσεως του κειμένου των Γραφών. Βασισθείς επ' αυτής της διακρίσεως ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς γράφει, "ο τούτον (τόν Χριστόν) δια της τηρήσεως των θείων εντολών εν εαυτώ κτησάμενος, ουδέ της μαθήσεως των Γραφών δεήσεται, αλλά και χωρίς αυτής πάσας οίδεν ακριβώς και των δια μαθήσεως ιόντων διδάσκαλος αν είη ασφαλής, ως ο Ιωάννης (ο Βαπτιστής) και ο Αντώνιος".
Παρά ταύτα η Αγία Γραφή δεν είναι τι διάφορον της Παρακαταθήκης της Ιεράς Παραδόσεως, εφόσον είναι μέρος αυτής, και η Παρακαταθήκη εμπεριέχεται εν τη Αγία Γραφή. Εν τούτοις η Παρακαταθήκη δεν είναι ταυτόν με την Αγίαν Γραφήν, διότι ταυτίζεται όπως είδαμεν, με την Εκκλησίαν. Ούτε δεν ταυτίζεται η Αγία Γραφή με την Ιεράν Παράδοσιν η οποία είναι η καθ' όλου έκφρασις της Εκκλησίας. Ουδεμία όμως διαφορά υπάρχει μεταξύ της Παρακαταθήκης, ήτοι της Εκκλησίας εν τη Αγία Γραφή και τη Ιερά Παραδόσει.
Παρά ταύτα, όμως η Παρακαταθήκη, ήτοι η Εκκλησία ως περιγράφεται εν τη Παλαιά και Καινή Διαθήκη, δεν υπάρχει εν τη Αγία Γραφή καθ' εαυτήν, αλλά μόνον εν τη εκφράσει, καθ' εαυτή υπάρχουσα εις την Ιεράν Παράδοσιν από προ κτίσεως του κόσμου μέχρι της συντελείας των αιώνων, εφόσον η Εκκλησία είναι το σώμα και η νύμφη του νυμφίου Χριστού και ο Χριστός είναι η άμπελος εν ή ζουν και καρποφορούν τα κλήματα. Εν άλλαις λέξεσι ο Χριστός, ήτοι η Παρακαταθήκη της Ιεράς Παραδόσεως, υπάρχει εν τη Αγία Γραφή και ενεργεί δι' Αυτής μόνον όταν αναγινώσκεται και ερμηνεύεται εν τη Εκκλησία, δηλαδή μόνον όταν ο ερμηνευτής ανήκει εις την τάξιν των θεουμένων ή των φωτισμένων "τό μετριώτατον". Εκτός της Εκκλησίας η Παρακαταθήκη είναι κεκρυμμένη από τους αναγινώσκοντας την Αγίαν Γραφήν, διότι αν και η Παρακαταθήκη μαρτυρείται υπό της Αγίας Γραφής και εμπεριέχεται εν αυτή, εν τούτοις η Αγία Γραφή δεν ερμηνεύεται εξ αυτής αλλά μόνον υπό της Εκκλησίας και δη υπό των εν Αυτή θεουμένων αγίων των εχόντων την ιδίαν μετ' αλλήλων της θείας δόξης εμπειρίαν και αποκάλυψιν. Η εν τη Αγία Γραφή περιγραφή της αποκαλυπτικής και θεωτικής εμπειρίας των προφητών και των αποστόλων δεν είναι και δεν δύναται να είναι αυτή αύτη η εμπειρία της αποκαλύψεως της δόξης του Χριστού, αφού 1) η εμπειρία και 2) η θεία δόξα υπερβαίνουν κάθε αισθητήν και νοητήν εμπειρίαν και περιγραφήν. Είναι λοιπόν απολύτως αδύνατον επιστημονικώς να χρησιμοποιηθούν δια την ουσιαστικήν ερμηνείαν της Αγίας Γραφής κριτήρια εκτός της ερμηνευτικής παραδόσεως των θεουμένων.
Χρήζει μεγάλης προσοχής το γεγονός ότι η Αγία Γραφή καθ' εαυτήν είναι βίβλος μυστική και απρόσιτος εις τον κατά κόσμον φυσικόν άνθρωπον, ως και εις τα κριτήρια όλων των επιστημών και φιλοσοφιών, εφόσον μεταξύ ακτίστου και κτιστού ουδεμία ομοιότης υπάρχει. Αλλά και εις τον θεούμενον προφήτην, απόστολον και άγιον ο Θεός και εν αποκαλύψη παραμένει μυστήριον, διότι η θεία δόξα ως και η μέθεξις αυτής υπερβαίνει και την νόησιν και την αίσθησιν, αν και ολόκληρος ο άνθρωπος εν τω σαρκωθέντι Λόγω δοξάζεται, δηλαδή θεούται. Δια τον λόγον αυτόν ο χρησιμοποιών επιστημονικήν ή φιλοσοφικήν μέθοδον και έχων αφετηρίαν τα της πείρας και της λογικής κατηγορήματα της γνώσεως και τα νομιζόμενα υπό τινων υπέρ την πείραν κατηγορήματα της δήθεν καθαράς ή αμιγούς νοήσεως, απηλλαγμένης συμβεβηκότων, αυτομάτως διαστρέφει την Αγίαν Γραφήν. Είναι όχι μόνον πνευματικώς αλλά και επιστημονικώς αστείον να πιστεύη κανείς ότι είναι δυνατόν να ερμηνεύση ορθώς την Αγίαν Γραφήν ερμηνευτής μη έχων ιδέαν περί της εις τους προφήτας και τους αποστόλους αποκαλύψεως της δόξης του Χριστού. Η Εκκλησία αναγνωρίζει ως γνώμονα και κανόνα ερμηνείας της Ιεράς Παραδόσεως και της εν Αυτή Παρακαταθήκης, εις ας ανήκει και ών μέρος είναι η Αγία Γραφή, τους δοξασμένους, ήτοι θεουμένους προφήτας, αποστόλους και αγίους Πατέρας, και ουδέποτε τον τυχόντα επιστήμονα, τον πολλάκις αγνοούντα όχι μόνον την προς την μέθεξιν της θείας δόξης οδόν, αλλά ακόμη και την ύπαρξιν ταύτης της μεθέξεως ή θεώσεως και δη εντεύθεν του τάφου.
Οι αγνοούντες την εμπειρίαν ταύτην της υπό των προφητών, αποστόλων και αγίων μεθέξεως της βασιλείας του Θεού και μη κατανοούντες την ταυτότητα και την σημασίαν της ταυτότητος ταύτης της φανερωθείσης δόξης του Λόγου εν ταις δύο Διαθήκαις και εν τη Εκκλησία, αδυνατούν να ανιχνεύσουν και να αντιληφθούν την απόλυτον ενότητα και ταυτότητα της διδασκαλίας των προφητών, των αποστόλων και των αγίων και φαντάζονται την ύπαρξιν πολλών ειδών θεολογιών εις τας δύο Διαθήκας και εις την Εκκλησίαν. Την ακαταστασίαν ταύτην των απογόνων των Φραγκολατίνων προσπαθούν τινες των κατά πνεύμα ραγιάδων (οίτινες παιδιόθεν φαίνεται έμαθον να θαυμάζουν κάθε ξένην αυθεντίαν), να εισαγάγουν εις την ορθόδοξον θεολογίαν ως δήθεν κάτι το επιστημονικόν. Θεωρούν μάλιστα εαυτούς ως φωστήρας και σωτήρας των δήθεν καθυστερημένων Ορθοδόξων. Αλλά όπως είδαμεν ούτε επιστήμονες πραγματικοί είναι, ούτε φωστήρες, ούτε σωτήρες. Προσπαθούν δια της ψευδοεπιστημονικής εκ της Δύσεως μεθόδου των να εκτοπίσουν από την συνείδησιν του ελληνικού λαού την αυθεντίαν των θεουμένων και να την αντικαταστήσουν με την ιδικήν των αυθεντίαν. Αλλά ο λαός είναι περισσότερον επιστήμων απ' αυτούς διότι τους αγνοεί και προσκυνεί τα άγια λείψανα των θεουμένων και γνωρίζει τον Θεόν μέσω του βίου και της θεώσεως αυτών.
Πάντως μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης και μεταξύ Αγίας Γραφής και Ιεράς Παραδόσεως δεν υπάρχει και δεν δύναται να υπάρχη διαφορά ή αντίθεσις εις την θεολογίαν και την πνευματικότητα ακριβώς διότι η εν δόξη φανέρωσις του Θεού δια του Λόγου εν Πνεύματι Αγίω εις τους προφήτας και δια της ενσαρκώσεως εις τους προφήτας, τους αποστόλους και τους αγίους είναι εν αυταίς ταυτόν και αυτή αύτη η Παρακαταθήκη. Η ουσιαστική διαφορά μεταξύ των Διαθηκών είναι ότι ο Λόγος ενεφάνιζεν εν Εαυτώ τον Θεόν εν Πνεύματι πρώτον εις τους προφήτας άνευ σαρκός, εν δε τη ενσαρκώσει απεκάλυψε την δόξαν ή θεότητα Αυτού δια της εκ της Παρθένου γεννηθείσης ανθρωπίνης φύσεως Αυτού και καταπατήσας τον θάνατον και χαρίσας τοις φίλοις Αυτού την μόνιμον πλέον μέθεξιν της δόξης Αυτού, εμφανίζει έκτοτε Εαυτόν εν τοις φίλοις Αυτού εις τους αιώνας.
Η Εκκλησία διδάσκει περί Θεού αλαθήτως, διότι είναι ο Χριστός, Όστις βασιλεύει σύν τοις συμβασιλεύουσι μετ' Αυτού φίλοις Αυτού και μεταδίδει Εαυτόν μετά των φίλων Αυτού τοις πιστοίς ως Παρακαταθήκην μέσω της Αγίας Γραφής και εν τοις μυστηρίοις. Η Παρακαταθήκη αύτη και η Ιερά Παράδοσις είναι ταυτόν και εκφράζονται εν τη Αγία Γραφή και τη καθ' όλου ζωή της Εκκλησίας, ήτις ζωή ολόκληρος λέγεται Ιερά Παράδοσις. Ούτω το αλάθητον δεν περιορίζεται ούτε κατά τόπον ούτε κατά χρόνον. Είναι γνώρισμα της Εκκλησίας, της Παρακαταθήκης και της Ιεράς Παραδόσεως και εμπεριέχεται εν τη Αγία Γραφή, αλλά μόνον όταν αποτελή μέρος της μυστηριακής εν Χριστώ ζωής των θεουμένων και των πιστών. Τούτο διότι εις το κέντρον της Ιεράς Παραδόσεως περί τον εν δόξη Χριστόν είναι οι φίλοι Αυτού προφήται, απόστολοι και άγιοι, οίτινες γνωρίζουν τον Θεόν δια του Χριστού εν Πνεύματι, ως ο φίλος γνωρίζει τον φίλον αυτού, και δια της θεώσεως ταύτης μετέχουν κατά χάριν του φύσει αλαθήτου του Χριστού. Οι πιστοί δέ, μετέχουν του αλαθήτου του Χριστού μέσω των φίλων Αυτού και μέσω των την αποστολικήν διαδοχήν εχόντων επισκόπων, αφού μένουν πιστοί μετά του κλήρου εις την διδασκαλίαν των φίλων του Θεού και αφού οι ηγέται αυτών θεολογούν συμφώνως προς τας σαφείς ενδείξεις της θεώσεως των θεουμένων και περιορίζονται μεθοδολογικώς και πνευματικώς εις τα ρήματα και τα νοήματα αυτών.
Αν και η Αγία Γραφή είναι θεόπνευστος και εν τη Εκκλησία διδάσκει περί του Θεού και των σχέσεων Αυτού μετά του κόσμου αλαθήτως, εν τούτοις η Αγία Γραφή εκτός της Εκκλησίας, του σώματος του Χριστού, της ζώσης Παρακαταθήκης της Ιεράς Παραδόσεως, δεν διδάσκει αλαθήτως, διότι λείπει η ερμηνευτική ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, ήτις αντικαθίσταται υπό της ενεργείας ξένων προς την θεώσιν κριτηρίων. Οι οδηγηθέντες υπό του Παρακλήτου Πνεύματος εις πάσαν την αλήθειαν φίλοι του Θεού γνωρίζουν τί ποιεί ο Κύριος. Ο ευρισκόμενος εκτός της κοινωνίας των φίλων του Θεού και μη ακολουθών υποτακτικώς την διδασκαλίαν αυτών αγνοεί την κλείδα της Αγίας Γραφής, διότι ευρίσκεται εκτός της Παρακαταθήκης της Παραδόσεως, και επομένως εκτός της αληθείας.
Το κέντρον της Ιεράς Παραδόσεως είναι η εν τη δόξη και τη βασιλεία του Θεού και του ενσαρκωθέντος Λόγου Αυτού και εν τω Πνεύματι Αυτού ένωσις και θέωσις των φίλων Αυτού. "Και εγώ την δόξαν ήν δέδωκάς μοι δέδωκα αυτοίς, ίνα ώσιν έν καθώς ημείς έν εσμέν, εγώ εν αυτοίς και συ εν εμοί, ίνα ώσι τετελειωμένοι εις έν, και ίνα γινώσκη ο κόσμος ότι συ με απέστειλας και ηγάπησας αυτούς καθώς εμέ ηγάπησας. Πάτερ, ούς δέδωκάς μοι, θέλω ίνα όπου ειμί εγώ κακείνοι ώσι μετ' εμού, ίνα θεωρώσι την δόξαν την εμήν ήν δέδωκάς μοι, ότι ηγάπησάς με προ καταβολής κόσμου".
Πρόγευσιν της θέας ταύτης της δόξης του Χριστού είχον οι προφήται της Παλαιάς Διαθήκης, ο Βαπτιστής Ιωάννης και οι απόστολοι Πέτρος, Ιάκωβος και Ιωάννης εν Θαβώρ κατά την Μεταμόρφωσιν. Την υψίστην μορφήν εν τη ζωή ταύτη της θέας της δόξης της Αγίας Τριάδος είχον όλοι οι απόστολοι την Πεντηκοστήν. Ότι ο Χριστός εννοεί την εντεύθεν του τάφου θέαν της δόξης Αυτού φαίνεται σαφώς από την αιτιολογίαν "ίνα γινώσκη ο κόσμος ότι συ με απέστειλας ...". Παρομοίαν θέαν της θείας δόξης είχον και ο πρωτομάρτυς Στέφανος και ο απόστολος Παύλος.
Ο Παύλος μάλιστα θέτει τας εν δόξη εμφανίσεις του αναστάντος Κυρίου εις το κέντρον της Ιεράς Παραδόσεως μαζί με τον θάνατον, την ταφήν και την τριήμερον Ανάστασιν Αυτού, "παρέδωκα γαρ υμίν εν πρώτοις, ό και παρέλαβον, ότι Χριστός απέθανεν υπέρ των αμαρτιών ημών κατά τας Γραφάς, και ότι ετάφη, και ότι εγήγερται τη ημέρα τη τρίτη κατά τας Γραφάς, και ότι ώφθη Κηφά, είτα τοις δώδεκα, έπειτα ώφθη επάνω πεντακοσίοις αδελφοίς εφάπαξ, εξ ών οι πλείονες μένουσιν έως άρτι, τινές δε εκοιμήθησαν, έπειτα ώφθη Ιακώβω, είτα τοις αποστόλοις πάσιν, έσχατον δε πάντων ωσπερεί τω εκτρώματι ώφθη καμοί".
Β) Ως προϋπόθεσις της θεωρίας ή θέας ταύτης της ακτίστου δόξης του Χριστού, ήτοι της θεώσεως, τίθεται η ου ζητούσα τα εαυτής αγάπη και φιλία μετά αλλήλων και μετά του Θεού δια της χάριτι Θεού εκριζώσεως της φιλαυτίας. Τον αναστάντα Χριστόν δεν ορά πλέον ο κόσμος. Μόνον οι θεούμενοι θεωρούν Αυτόν. "Ουκ αφήσω υμάς ορφανούς, έρχομαι προς υμάς. Έτι μικρόν και ο κόσμος με ουκέτι θεωρεί, υμείς δε θεωρείτέ με, ότι εγώ ζώ και υμείς ζήσετε. Εν εκείνη τη ημέρα γνώσεσθε υμείς ότι εγώ εν τω πατρί μου και υμείς εν εμοί καγώ εν υμίν. Ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνός εστιν ο αγαπών με, ο δε αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του πατρός μου, καγώ αγαπήσω αυτόν και εμφανίσω αυτώ εμαυτόν".
Δηλαδή η θέωσις ή η θεοπτία ή η θέα της δόξης ή της θεότητος ή της βασιλείας του Χριστού προϋποθέτει μίαν ριζικήν αλλαγήν της πνευματικής καταστάσεως του ανθρώπου. Από δούλος, ή μισθωτός, ή και εχθρός, πρέπει να μεταβληθή ο άνθρωπος εις φίλον του Θεού. Το ότι η φιλία αυτή μετά του Θεού δεν είναι η κατά κόσμον τοιαύτη, φαίνεται σαφώς από το γεγονός ότι μετά μακράν συναναστροφήν και μόλις προ της Σταυρώσεως, κατά τον Μυστικόν Δείπνον, ο Χριστός είπεν εις τους αποστόλους, "υμείς φίλοι μου εστε, εάν ποιήτε ό εγώ εντέλλομαι υμίν, ουκέτι λέγω υμάς δούλους, ότι ο δούλος ουκ οίδε τί ποιεί αυτού ο κύριος, υμάς δε είρηκα φίλους ...".46 Η φιλία αυτή κατορθούται χάριτι Θεού και τη συνεργεία του ανθρώπου δια της καταλλαγής του ανθρώπου τω Θεώ μέσω του μυστηρίου του Σταυρού και της Αναστάσεως.47 Οι απόστολοι έγιναν φίλοι του Χριστού, μάλιστα προ της εν Γολγοθά σταυρικής θυσίας, διότι ήραν τον σταυρόν αυτών και ηκολούθησαν τον Χριστόν.48 Άνευ του μυστηρίου τούτου δεν δύναται να υπάρχη καταλλαγή τω Θεώ. Επομένως τίθενται εις το κέντρον της Ιεράς Παραδόσεως οι θεούμενοι προφήται, απόστολοι και άγιοι φίλοι του Χριστού και αυτόπται μάρτυρες της θεότητος Αυτού, οι μετάσχοντες και μετέχοντες του μυστηρίου του Σταυρού και της Αναστάσεως, του μεταβάλοντος αυτούς εις φίλους του Θεού.49
Συνάγεται εξ όλων των μέχρι τούδε λεχθέντων εν τω δοκιμίω τούτω ότι ο μη δεχόμενος ως βάσιν και προϋπόθεσιν της θεολογίας τους θεουμένους αγίους δεν δύναται να γνωρίση τον Χριστόν, ούτε γνωρίζει τί είναι προφήτης και τί είναι απόστολος. Οι απορρίπτοντες τους αγίους Διαμαρτυρόμενοι και οι αγνοούντες την θέωσιν Παπικοί ευρίσκονται αποκεκομμένοι από την αλυσίδα της Ιεράς Παραδόσεως και της αποστολικής διαδοχής και εκτός της αληθείας, εφ' όσον η θέωσις των θεουμένων είναι η μόνη απλανής και αλάθητος γέφυρα των πιστών προς τον Χριστόν και προς συμμετοχήν εις την δόξαν και βασιλείαν Αυτού.
Όταν λοιπόν ερωτώμεν δια τον ακριβέστερον καθορισμόν της Ιεράς Παραδόσεως τί και πώς δέχεται, φυλάττει και μεταδίδει ο δέκτης, φύλαξ και μεταδότης προφήτης, απόστολος και άγιος φίλος του Χριστού, δυνάμεθα να απαντήσωμεν ότι δια της θεώσεως ή θεοπτίας ή ενώσεως μετά του Χριστού, δέχεται, φυλάττει και μεταδίδει το μυστήριον του Σταυρού και της Αναστάσεως και εν αυτώ τον Πατέρα δια του ενσαρκωθέντος Λόγου εν Πνεύματι Αγίω.50 Ο Χριστός δια των φίλων Αυτού και δια των διαδόχων των αποστόλων επισκόπων ενεργεί το μυστήριον του Σταυρού και της Αναστάσεως εν τοις μυστηρίοις της Εκκλησίας, ίνα οι έχοντες τον αρραβώνα του Πνεύματος φθάσουν εις την μόνιμον μέθεξιν της πρώτης αναστάσεως των πέραν του τάφου φίλων Αυτού.51
Το μυστήριον του Σταυρού και της Αναστάσεως είναι η προ του κόσμου αεί υπάρχουσα και τοις πάσι κατά δύναμιν χωρούσα και κατ' αξίαν μετεχομένη ποικιλοτρόπως θεία δόξα, μεγαλειότης και μεγαλοπρέπεια, εν ή οικεί η Αγία Τριάς. Είναι η αγαπητική ενέργεια του Θεού, η οποία ου ζητεί τα εαυτής και υπερβαίνει πάν κτιστόν κατηγόρημα και πάσαν ανθρωπίνην και αγγελικήν εμπειρίαν, αισθητήν και νοητήν, είναι δε και η κολαστική δύναμις, ήτις καταστρέφει την αμαρτίαν και την δύναμιν των αντιτιθεμένων προς το θέλημα του Θεού και τελειοί, όσον χωρεί, και τους αμετανοήτους εχθρούς του Θεού δια της κολάσεως αυτών. Εκ των αναριθμήτων και απείρων και πολυποικίλων της αμερίστως μεριζομένης τοις μεριστοίς απλής και ενικής δόξης και ενεργείας του Θεού, η θεία εκείνη δύναμις και χάρις, ήτις κατ' εξοχήν εμόρφωσε και μορφοί την Ιεράν Παράδοσιν δια της υπ' Αυτού καθάρσεως και του φωτισμού των πιστών και της θεώσεως των θεουμένων, είναι το μυστήριον τούτο του Σταυρού και της Αναστάσεως.
Ο αναβαλλόμενος το απρόσιτον αυτό φως ως ιμάτιον Θεός διαιρείται αδιαιρέτως εν διαιρετοίς και μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς και πολλαπλασιάζεται απολλαπλασιάστως εν ταις ενεργείαις και τοις χαρίσμασι Αυτού και υπάρχει ολόκληρος αχωρήτως και απεριορίστως εν εκάστη ενεργεία και εκάστω χαρίσματι Αυτού, περιβάλλων τας περιβαλλούσας Αυτόν ενεργείας ταύτας, παραμένων αμετακινήτως τρισυπόστατος εν ταις κατ' ουσίαν σχέσεσιν Αυτού, και απλούς την φύσιν, δηλαδή την υπερούσιον κρυφιότητα. Η δύναμις αυτή του Σταυρού και της Αναστάσεως είναι η διαιρουμένη αδιαιρέτως και κατ' αξίαν μετεχομένη αγάπη του Θεού, ήτις ενεργεί προ του τον κόσμον είναι παρά τω Θεώ, εν τη δημιουργία και κυβερνήσει του κόσμου, προ της εμφανίσεως του νόμου του Μωϋσέως, μετά τον νόμον, προ της ενανθρωπήσεως εν τη ενανθρωπήσει, προ της σταυρικής θυσίας, εν τη σταυρική θυσία και μετά την σταυρικήν θυσίαν. Καθιστά δε την σταυρικήν θυσίαν, ήτοι την δύναμιν της Αναστάσεως, παρούσαν και ενεργούσαν, εν τη θεία Ευχαριστία και τοις μυστηρίοις, την κάθαρσιν, τον φωτισμόν και την θέωσιν.56 Δια του μυστηρίου του Σταυρού και της Αναστάσεως και δια της σταυρικής Αυτού θυσίας ο Χριστός μετά του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος καταλλάσει Εαυτώ τον κόσμον και ενεργεί την διατροφήν των πιστών και την πνευματικήν αύξησιν και άνδρωσιν αυτών προς την θέωσιν.
Πρέπει να τονισθή ότι το μυστήριον ή η δύναμις του Σταυρού και της Αναστάσεως είναι άκτιστος ενέργεια ή προσόν περί την υπερούσιον κρυφιότητα, το οποίον δεν αποκτά ο Θεός, αλλά υπάρχει Αυτώ αϊδίως κατά φύσιν. Επομένως η δια της σταυρικής θυσίας καταλλαγή δεν προσθέτει ούτε αφαιρεί τί από την προς τον κόσμον αγάπην του Θεού. Η καταλλαγή λοιπόν του ανθρώπου τω Θεώ ουδέποτε δύναται να εκληφθή ως συμφιλίωσις, δύο αμοιβαίως εχθραινόντων αλλήλους. Ο Θεός ουδέποτε παύει να είναι και εις τους εχθρούς Αυτού φίλος κατά την ιδίαν Αυτού αγάπην. Ακριβώς δια τον λόγον αυτόν ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ερμηνεύων τον απόστολον Παύλον γράφει, "καταλλάγητε τω Θεώ. Και ουκ είπε καταλλάξατε εαυτοίς τον Θεόν, ου γαρ εκείνός εστιν ο εχθραίνων, αλλ' ημείς, Θεός γαρ ουδέποτε εχθραίνει".58 Ο Θεός γίνεται εχθρός και κολαστική δύναμις μόνον εξ επόψεως των κατά την ιδίαν αυτών βούλησιν και αντίληψιν αντιτιθεμένων κατά της αγάπης του Θεού. Δια τον λόγον αυτόν ο άνθρωπος και όχι ο Θεός καταλλάσεται δια του μυστηρίου του Σταυρού και δια της καταλλαγής ταύτης μεταμορφούται από εχθρόν εις φίλον του Θεού και ούτως η δύναμις του Σταυρού παρέχει την μέθεξιν εις την Ανάστασιν του Χριστού. Δια της μονίμου καταστάσεως της θεώσεως το μυστήριον του Σταυρού γίνεται των θεουμένων η ανάστασις.59
Το μυστήριον αυτό του Σταυρού, το οποίον είναι το μυστήριον της Αναστάσεως των μονίμως μετεχόντων αυτού θεουμένων, είναι η θεία εκείνη δύναμις, ήτις συνέχει και μορφοποιεί την Ιεράν Παράδοσιν, αλλά και χωρίζει από Αυτήν τον παλαιόν κόσμον της πλάνης και της απωλείας.
Οι αντιτιθέμενοι κατά του θελήματος του Θεού όσον αφορά κυρίως εις την δια του μυστηρίου του Σταυρού θέωσιν αυτών είναι εχθροί του Θεού δια των αμαρτιών αυτών και της τυφλώσεως αυτών, και όταν ακόμη νομίζουν κατά φαντασίαν και συναισθηματικώς ότι τα έχουν καλά με τον Θεόν. Άλλοι βλέπουν τον Θεόν εχθραίνοντα παρά την πραγματικότητα της προς αυτούς φιλίας και αγάπης του Θεού. Εξ αιτίας της σκληρύνσεως των ούτω συναισθηματικώς αφελών και των θεωρούντων ή φανταζομένων τον Θεόν ως εχθρόν, η αγάπη και η φιλία και η θεωτική χάρις και δόξα και βασιλεία και τόπος και μονή του Θεού καταφθάνει εις τους αμετανοήτους αφελείς και εχθρούς του Θεού και εις τους πεπτωκότας αγγέλους ως πυρ το αιώνιον, σκότος το εξώτερον και τόπος βασάνων.60
Η Παρακαταθήκη και η Ιερά Παράδοσις είναι ο χώρος της καθαρτικής, φωτιστικής και θεωτικής ενεργείας του Θεού, ενώ η κόλασις είναι ο χώρος της καθαρτικής μεν αλλά πυρακτικής και κολαστικής ενεργείας του Θεού. Η φωτιστική, πυρακτική, θεωτική και κολαστική ενέργεια του Θεού είναι μία και απλή αλλά μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς κατά την αξίαν των μετεχόντων ή των μη μετεχόντων. Όλοι φθάνουν και θα φθάσουν εις την επίγνωσιν της αληθείας της φανερώσεως του Χριστού εν δόξη, αλλά δεν θα μετέχουν όλοι.61 Αντιθέτως δέ, θα κολάζωνται από την θέαν του ακτίστου πυρός και η κατάστασις αυτή εν τόποις βασάνων θα είναι δια τους κολαζομένους η σωτηρία αυτών.62
Ο απόστολος Παύλος γράφει εν προκειμένω, "θεμέλιον γαρ άλλον ουδείς δύναται θείναι παρά τον κείμενον, ός εστιν Ιησούς Χριστός, ει δε τις εποικοδομεί επί τον θεμέλιον χρυσίον, αργύριον, λίθους τιμίους, ξύλα, χόρτον, καλάμην, εκάστου το έργον φανερόν γενήσεται, η γαρ ημέρα δηλώσει, ότι εν πυρί αποκαλύπτεται, και εκάστου το έργον οποίόν εστιν το πυρ αυτό δοκιμάσει. Εί τινος το έργον μενεί ό εποικοδόμησεν, μισθόν λήψεται, εί τινος το έργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αυτός δε σωθήσεται, ούτως δε ως δια πυρός".63
Εις την περιγραφήν της κολάσεως χρησιμοποιούνται αι αντιθέσεις "πύρ" και "σκότος", διότι αντιστοιχούν με το "φώς" και τον "γνόφον", ήτοι την "φωτεινήν νεφέλην" ή τον "λαμπρινόν γνόφον" τον επισκιάζοντα και φωτίζοντα υπερνοητώς τους δεχομένους την αποκάλυψιν δοξασμένους ή θεουμένους. Ακριβώς όπως η δόξα του Θεού είναι εις την εμπειρίαν την αποκαλυπτικήν των προφητών, αποστόλων και αγίων "φώς" και "γνόφος",64 εμφαινομένη ως φωτεινή νεφέλη περιβάλλουσα και έσωθεν φωτίζουσα και ποτίζουσα και συνάμα υπερβαίνουσα πάν νοητόν και αισθητόν κατηγόρημα, ούτω και εις τους κολαζομένους η ιδία δόξα και το ίδιον φως εμφανίζεται ως "πύρ καταναλίσκον"65 και "σκότος εξώτερον"66 και "τόπος βασάνων"67 και εις τους μη τελείους ακόμη πιστούς η φωτεινή νεφέλη εμφαίνεται ως "καπνός αστραπτόμενος".68
Ενώ ο μετέχων εις τους κόλπους του Αβραάμ πτωχός Λάζαρος ευφραίνεται, ο μη μετέχων αλλά εις επίγνωσιν της αληθείας καταφθάνων πλούσιος, βασανίζεται από την θέαν της ιδίας πραγματικότητος.69 Η απάντησις του Αβραάμ προς τον πλούσιον "έχουσι Μωϋσέα και τους προφήτας" σημαίνει απλούστατα ότι οι προφήται είδον τον Θεόν εν λαμπρώ γνόφω και εγνώρισαν ότι δια τους μη αγαπώντας τον Θεόν και μη ποιούντας το θέλημα Αυτού το ίδιον φώς-γνόφος είναι πυρ καταναλίσκον, σκότος εξώτερον, και τόπος βασάνων.70
Εις τον μη ανιόντα επί το όρος και εκτός της θεωρίας παραμείνοντα πιστόν και πρόσκαιρα ηγνισμένον παραγγέλει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, "καπνιζόμενόν τε το όρος βλεπέτω και καταστραπτόμενον, απειλήν τε ομού και θαύμα τοις ανιέναι μη δυναμένοις".71
Όσον αφορά εις τα ανωτέρω περί κολάσεως ο αυτός άγιος γράφει τα εξής, "όστις δε υπό της συζυγίας χείρων εγένετο, και τοσούτον τω πηλώ συνεσχέθη, ως μη δυνηθήναι εμβλέψαι προς τας της αληθείας αυγάς, μηδέ υπέρ τα κάτω γενέσθαι, γεγονός άνωθεν, και προς τα άνω καλούμενος, άθλιος ούτος εμοί της τυφλώσεως, καν ευροή τοις ενταύθα, και τοσούτω πλέον, όσω περ αν μάλλον υπό της ευροίας παίζηται, και πείθηται άλλο τι καλόν είναι προ του όντος καλού, πονηρόν πονηράς δόξης καρπόν δρεπόμενος, ή ζόφον κατακριθήναι, ή ως πυρ ιδείν, όν ως φως ουκ εγνώρισεν".72
Εκ των ανωτέρω φαίνεται σαφώς ότι και της κολάσεως η εμπειρία του πυρός και του σκότους υπερβαίνει την αίσθησιν, την λογικήν και την νόησιν. Ούτε δύναται όμως το σκότος της κολάσεως να χαρακτηρισθή ως άγνοια ή έλλειψις ή κενόν ως θα συνέβαινε με μίαν καθαρώς φιλοσοφικήν μορφήν της αποφατικής θεολογίας. Το ότι η της αποκαλύψεως αποφατική θεολογία της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης και των αγίων Πατέρων αφορά και εις την κόλασιν και το ότι βασίζεται αποκλειστικώς η περί αυτής ορθή διδασκαλία εις τους θεουμένους αναπτύσσει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς συνοψίζων την διδασκαλίαν της Εκκλησίας ως εξής, "οι δε τω μη παθείν τα θεία, μηδ' ιδείν μηδαμώς πιστεύοντες ως φως υπέρ φως οράσθαι τον Θεόν, αλλά λογικώς μόνον θεωρείσθαι (διδασκαλία του ακολουθούντος τον Αυγουστίνον και την φραγκολατινικήν παράδοσιν Βαρλαάμ), τυφλοίς εοίκασιν, οι της του ηλίου θέρμης μόνης αντιλαμβανόμενοι τοις ορώσιν απιστούσιν ότι και φαιδρός εστιν ο ήλιος. Ει δε και τους ορώντας οι τυφλοί μεταδιδάσκειν εγχειρούσιν, ως ου φως εστιν ο εν αισθητοίς φανότατος απάντων ήλιος, καταγέλαστοι μεν ούτοι τοις αισθητώς ορώσιν έσονται. Εκείνοι δ' οι τα παραπλήσια πάσχοντες περί τον του παντός υπερανιδρυμένον "τής δικαιοσύνης ήλιον",73 ου παρά των νοερώς ως αληθώς ορώντων μόνον, αλλά και παρά των πιστευόντων τοις ορώσι θρηνηθήσονται, μη μόνον ότι του Θεού δι' υπερβολήν της περί ημάς αγαθότητος, εκ του πάντων εξηρημένου και αλήπτου και αφθέγκτου, προς το νώ μεθεκτόν τε και θεωρητόν αοράτως συγκαταβαίνοντος καθ' υπερούσιον εαυτού δύναμιν ανεκφοίτητον, αυτοί μένουσιν ανέραστοι προς τον αυτοπτικόν και αυτονόητον εκείνον έρωτα, αλλ' ότι και τοις προς το φως εκείνο χειραγωγούσι δια των λόγων υπό φιλανθρωπίας αγίοις ουκ εθέλοντες έπεσθαι, κατά κρημνών φέρουσιν εαυτούς και συγκατασπάν επιχειρούσι τους πειθομένους, ως αν δήπου κοινωνούς σχοίεν όταν "ως πυρ ίδωσιν" κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον "όν ως φως ουκ εγνώρισαν",74 ουδέ επίστευσαν. Αλλά γαρ και το πυρ εκείνο σκοτεινόν, μάλλον δε τω ηπειλημένω σκότει ταυτόν. Ταύτα δε "τώ διαβόλω και τοις Αγγέλοις αυτού προητοίμασται"75 κατά τον του Κυρίου λόγον. Ουκούν ούτε αισθητόν απλώς, αμοιρούσι γαρ αισθήσεως προητοίμασται τοις πονηροίς αγγέλοις, ούθ απλώς άγνοια τουτί το σκότος, ου γαρ αγνοήσουσι τότε μάλλον τον Θεόν ή νυν οι νυν τοις κληρονόμοις του σκότους εκείνου πεπεισμένοι, μάλλον, μεν ουν και βέλτιον είσονται, "πάσα γαρ φησι σάρξ εξομολογήσεται ότι Κύριος Ιησούς Χριστός εις δόξαν Θεού Πατρός" αμήν".76
Η εις τους προφήτας, αποστόλους και αγίους φανέρωσις ταύτη της αγαπητικής και κολαστικής δυνάμεως του Θεού, την οποίαν όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι θα δούν ή ως φως ή ως πύρ, φέρει αμέσως προ οφθαλμών και την ριζικήν διαφοράν μεταξύ της διδασκαλίας ταύτης και αυτής των Πλατωνικών και των ακολουθούντων τον ιερόν Αυγουστίνον Προτεσταντών και Παπικών οίτινες διδάσκουν ότι η θέα της θείας ουσίας (!!!) συνεπάγεται την ευδαιμονίαν και την εξουδετέρωσιν του επιθυμητικού και του θυμοειδούς. Επίσης φαίνεται αμέσως η πεπλανημένη βάσις της εν τη Δύσει γενομένης συζητήσεως περί χάριτος, ελευθερίας, αξιομισθίας, καλών έργων, πίστεως και σχετικού ή απολύτου προορισμού.77
Εις όλα τα συστήματα των Φραγκολατίνων, Παπικών και Προτεσταντών, τα καλά έργα είτε καθ' εαυτά αξιόμισθα, είτε εξ αιτίας προηγηθείσης ακαταγωνίστου χάριτος αξιόμισθα, είτε ενδείξεις του δια σωτηρίαν προορισμού του ποιούντος ταύτα, είναι τα μέσα δια των οποίων αποκτά ο πιστός την ικανοποίησιν ή εξουδετέρωσιν των επιθυμιών του δια της υπό της λογικής του ενοράσεως της θείας ουσίας. Η ενόρασις της θείας ουσίας είναι το βραβείον ή ο μισθός δια της ακαταγωνίστου ή μη ακαταγωνίστου χάριτος έργα ή το αποτέλεσμα της υπό της χάριτος παγιώσεως του λογιστικού εν τη πορεία προς την ευδαιμονίαν. Όμως δεν θεωρείται ως εσωτερική αλλαγή της ιδιοτελούς και φιλαύτου αγάπης εις ανιδιοτελή μη ζητούσα τα εαυτής αγάπη δια της θείας χάριτος. Η επιτευχθείσα δια της χάριτος αλλαγή δεν είναι αλλαγή αυτής ταύτης της αγάπης δια της θεώσεως ως παρ' ημίν, αλλά αλλαγή του αντικειμένου της αγάπης δια της στροφής αυτής από τα μεταβλητά εις τα αμετάβλητα προς απόκτησιν της ευδαιμονίας. Δια τον λόγον αυτόν η τιμωρία είναι η υπό του Θεού στέρησις εις τον άνθρωπον της ενοράσεως ταύτης της θείας ουσίας και άρα στέρησις της ευδαιμονίας.78 Τούτο, όπως είδαμεν, αντίκειται εις την βιβλικήν και πατερικήν διδασκαλίαν, κατά την οποίαν η τιμωρία δεν συνίσταται εις την στέρησιν της θέας της δόξης του Θεού, αλλά εις την αποτυχίαν του ανθρώπου να συνεργασθή με την χάριν του Θεού δια την απόκτησιν, μέσω της θεώσεως της ου ζητούσης τα εαυτής αγάπης, και δια τον λόγον αυτόν βλέπει τον Θεόν ως πυρ και ουχί φώς.
Ήδη εσημειώσαμεν πώς εξ αιτίας των ανωτέρω οι Φραγκολατίνοι εξέλαβον το πυρ το αιώνιον ως κτιστόν. Προσθέτομεν δε ότι παρερμηνεύοντες τα περί της εν τη μέση καταστάσει υπό του πυρός της θεότητος τελειώσεως των προς την θέωσιν αγομένων της πατερικής παραδόσεως,79 έφθασαν εις το συμπέρασμα ότι υπάρχει ξεχωριστός από τον παράδεισον και την κόλασιν τόπος, όπου δια κτιστού πάλιν πυρός τιμωρούνται και καθαρίζονται οι μη τελειοποιηθέντες ακόμη και προετοιμαζόμενοι δια την μακαρίαν όρασιν της θείας ουσίας. Σημειωτέον ότι δια τους Φραγκολατίνους και τους απογόνους αυτών Παπικούς υπάρχει πρόοδος πνευματική εις την μέσην κατάστασιν, αλλά στατική εις διάφορα επίπεδα κατάστασις ευδαιμονίας εις τον παράδεισον.80
Πρέπει να τονισθή ότι εν αντιθέσει προς ταύτα εν γένει η βιβλική και πατερική περί τελειότητος διδασκαλία δεν είναι στατική ούτε δια την μέσην ούτε δια την τελικήν κατάστασιν μακαριότητος. Η μέση κατάστασις πέραν του τάφου των σωζωμένων, αλλά εισέτι μη θεουμένων, καταλήγει εις την θεώσιν. Μετά τα πρώτα στάδια της θεώσεως εντεύθεν ή πέραν του τάφου η πορεία προς ανωτέρας καταστάσεις τελειότητος είναι ατελεύτητος.81 Οι άνθρωποι αλλά και οι άγγελοι επλάσθησαν σχετικώς τέλειοι, ίνα γίνουν αιωνίως και ατελευτήτως τελειότεροι. Η ατελεύτητος αύτη πνευματική πρόοδος μετά τον θάνατον αλλά και μετά την τελικήν ανάστασιν και αποκατάστασιν δεν έχει καμμίαν σχέσιν με τας εν τω λεγομένω καθαρτηρίω πυρί τιμωρίας, καθάρσεις και ικανοποιήσεις της θείας δικαιοσύνης δια κτιστού πυρός των Φραγκολατίνων ή Παπικών.
Πάντως οι αιώνες των αγγέλων ως και ο χρόνος των ανθρώπων με την εφ' όλων λάμψιν της δόξης του Θεού και την υπό των ανθρώπων θέαν αυτής δεν θα εξαλειφθούν, ως συμβαίνει εις πλατωνιζούσας αντιλήψεις, εφόσον θα υπάρχη πάντοτε δια τους ανθρώπους αλλά και δια τους αγγέλους η αλληλοδιαδοχή καταστάσεων τελειότητος.
Εξ όλων των ανωτέρω συνάγεται, ότι η θεολογία των θεουμένων βασιζομένη επί της εν Θεώ θεωρίας αυτών ταυτίζεται με την πνευματικότητα αυτών ή την περί τελειότητος διδασκαλίαν αυτών. Τούτο διότι η εμπειρία της θεώσεως είναι η αρχή του ανωτάτου σταδίου της τελειότητος. Η δύναμις του Θεού, ήτις τελειοποιεί τους θεουμένους και ποιεί αυτούς φίλους του Θεού είναι, όπως είπαμεν, το μυστήριον του Σταυρού και της Αναστάσεως. Εν αντιθέσει προς τας αυγουστινείους δυτικάς αντιλήψεις περί χάριτος τονίζομεν ότι το μυστήριον του Σταυρού και της Αναστάσεως δεν είναι απλώς ενέργεια του Θεού επί του ανθρώπου, αλλά προϋποθέτει την συνέργειαν του ανθρώπου.
Εξ όσων είδαμεν η συνέργεια αυτή είναι το κύριον γνώρισμα εις τας σχέσεις μεταξύ του Θεού και των θεουμένων φίλων Αυτού και ως εκ τούτου είναι ουσιαστικόν μέρος της Ιεράς Παραδόσεως και της των θεουμένων ερμηνευτικής εν Αυτή ενεργείας εις τοιούτον σημείον, ώστε άνευ της συνεργείας ταύτης δεν θα υπήρχεν ούτε περιούσιος λαός, ούτε Αγία Γραφή, ούτε Παναγία, ούτε ενσάρκωσις του Λόγου, ούτε η εξ ανθρώπων αποτελουμένη Εκκλησία, απλούστατα διότι δεν θα υπήρχον οι προφήται, οι απόστολοι και οι θεούμενοι άγιοι. Άνευ της χάριτος της θεώσεως Ιερά Παράδοσις δεν υπάρχει και δεν δύναται να υπάρχη. Ομολογίαι άνευ της θεωτικής ενεργείας του Θεού επί θεουμένων υπάρχουν πολλαί. Τούτο είναι βεβαίως φυσικόν, διότι η απουσία των θεουμένων συνεπάγεται την πτώσιν εκ της αληθείας και την απώλειαν της Παρακαταθήκης και άρα την αποκοπήν από την Ιεράν Παράδοσιν και την Εκκλησίαν.
Επομένως το απαραίτητον μέσον δια του οποίου ο Θεός γεωργεί τα κλήματα της Αμπέλου και δίδει εις αυτά αύξησιν και καρποφορίαν είναι η θέωσις τη συνεργεία των θεουμένων, οίτινες γενόμενοι φίλοι του Θεού και χριστοί και θεοί κατά χάριν, οδηγούν τον λαόν του Θεού ως οι κατ' εξοχήν φορείς της Παρακαταθήκης και της Ιεράς Παραδόσεως.
Το απαραίτητον μέσον της τελειώσεως των θεουμένων αλλά και των μισθωτών και των δούλων είναι η σταύρωσις των επιθυμιών και η δι' αυτής εκρίζωσις της φιλαυτίας δια της ενδιαθέτου πίστεως και της άνευ όρων υπακοής εις το θέλημα του Θεού.82 Η δια της υπακοής τελείωσις ισχύει δια τους αγγέλους προ της πτώσεως του διαβόλου και των δαιμόνων, αφού μετά την πτώσιν δεν υπάρχει δι' αυτούς μετάνοια.83 Δια τους ανθρώπους η υπακοή είναι το μέσον τελειώσεως προ και μετά την πτώσιν. Η υπακοή, όμως, καθ' εαυτή δεν είναι σκοπός, ώστε δια μιας δουλοπρεπούς και συναλλαγματικής διαθέσεως να αποκτήση κανείς μίαν στατικήν ευδαίμονα κατάστασιν οδηγούσαν εις μονιμοποίησιν δουλικής ή ιδιοτελούς προς Θεόν σχέσεως. Εις τα στάδια του δούλου και του μισθωτού ο άνθρωπος μετέχει της τελειότητος του Θεού δια της εν Χριστώ μεθέξεως της καθαρτικής και φωτιστικής χάριτος του μυστηρίου του Σταυρού, το οποίον καθαρίζει τα πάθη και τον νουν και φωτίζει, αγιάζει, δικαιοί και ζωοποιεί όλον τον άνθρωπον και καθιστά τη συνεργεία του ανθρώπου δυνατήν την μέχρι θανάτου υπακοήν εις το θέλημα του Θεού, δια της οποίας υπακοής η χάρις του Θεού μεταβάλλει αυτήν ταύτην την υποτακτικήν ιδιοτέλειαν εις ανιδιοτελή αγάπην και ούτω θεούται ο άνθρωπος και γίνεται φίλος και συνεργός του Θεού, αδελφός και συμβασιλεύς κατά χάριν του Χριστού, και θετός υιός της Παρθένου.
Περί των εν προκειμένω ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης βάσει του βίου Μωϋσέως γράφει τα εξής, "πλήν, ως αν μη του κατά το προοίμιον διορισμού λήθη γένοιτο, εν οίς ημίν ο λόγος διϊσχυρίζετο τοιούτον είναι το τέλειον βίον, ου μηδεμία περιγραφή τελειότητος κωλύει την πρόοδον, αλλ' η προς το κρείττον αεί γινομένη του βίου επαύξησις οδός εστι τη ψυχή προς τελείωσιν, καλώς αν έχοι, προς το πέρας του βίου Μωϋσέως αγαγόντας τον λόγον, ασφαλή δείξαι τον αποδοθέντα ημίν όρον της τελειότητος ... επί τον ίδιον μεταφέροντα βίον γνωσθήναί τε υπό του Θεού και φίλον γενέσθαι αυτού. Τούτο γαρ εστιν ως αληθώς η τελειότης το μηκέτι δουλοπρεπώς φόβω κολάσεως του κατά κακίαν βίου χωρίζεσθαι, μηδέ τη των μισθών ελπίδι το αγαθόν ενεργείν, πραγματευτική τινι και συναλλαγματική διαθέσει κατεμπορευομένους της εναρέτου ζωής, αλλ' υπεριδόντας πάντων και των εν επαγγελίαις δι' ελπίδος αποκειμένων, μόνον ηγείσθαι φοβερόν το της φιλίας του Θεού εκπεσείν, και μόνον τίμιόν τε και εράσμιον εαυτοίς κρίναι το φίλον γενέσθαι Θεώ, όπερ εστί, κατά γε τον εμόν λόγον, η τελειότης του βίου ...".89
Εκ των λεχθέντων τούτων, αλλά και από το όλον έργον του Νύσσης περί του βίου Μωϋσέως ως και από την γενικήν διδασκαλίαν των Πατέρων φαίνεται σαφώς πώς η τελείωσις κατά Χριστόν υπάρχει εις την Παλαιάν Διαθήκην, η οποία μαρτυρεί σαφώς περί της υπάρξεως δικαίων φίλων του Θεού προ του νόμου και μετά τον νόμον ως και η Καινή Διαθήκη προ της εν Γολγοθά σταυρικής θυσίας.85 Τούτο διότι το μυστήριον του Σταυρού, το οποίον ενεργεί την καταλλαγήν του ανθρώπου τω Θεώ και ποιεί αυτόν φίλον του Θεού, ναι μεν ταυτίζεται με την εν Γολγοθά σταυρικήν θυσίαν του Χριστού, συνεπεία της υποστατικής ενώσεως και της εξ αυτής αντιδόσεως των ιδιωμάτων, αλλά και διακρίνεται αυτής (τής εν Γολγοθά θυσίας) διότι προϋπάρχει αυτής και ενεργεί την καταλλαγήν προ αυτής, προ της ενσαρκώσεως και ακόμη προ του νόμου Μωϋσέως.86
Πρέπει να τονισθή ότι η δημιουργούσα την Ιεράν Παράδοσιν δύναμις του Σταυρού είναι ο σταυρός, τον οποίον αίρει ο κάθε θεούμενος και πιστός. Δεν είναι όμως ο σταυρός ούτος τα τυχόν προβλήματα, τα οποία συναντά ο καθείς εις την ζωήν του, ως νομίζουν πολλοί. Αντιθέτως ο σταυρός είναι ο εκούσιος αγών τον οποίον αναλαμβάνει ο πιστός δια να απελευθερωθή από την δουλείαν του διαβόλου και της αμαρτίας, δια της τηρήσεως της μέχρι θανάτου υπακοής εις το θέλημα του Θεού, δια της οποίας φθάνει μέσω της καθάρσεως και του φωτισμού εις την θεώσιν. Η σωτηρία και θέωσις των ανθρώπων, δεν συνίσταται απλώς εις την υπέρ των ανθρώπων σταύρωσιν του Κυρίου και εις την επί των προωρισμένων ενέργειαν μιας δήθεν εκ του Γολγοθά εκπηγαζούσης ακαταγωνίστου χάριτος ενεργούσης την προσοικείωσιν των καρπών (αξιομισθιών κατά τον δυτικόν όρον) της σταυρικής θυσίας προς ικανοποίησιν ευδαιμονιστικών επιθυμιών. Αντιθέτως έκαστος πιστός πρέπει και αυτός να σταυρωθή ουχί κατά τύχην ή κατά τυφλόν ή απόλυτον προορισμόν αλλά εκουσίως τη ιδία και οικεία βουλήσει, όπως εσταυρώθη ο Χριστός, διότι μόνον δι' αυτής της εκουσίας σταυρώσεως επιτελείται η μέθεξις εις το μυστήριον του Σταυρού, ήτις μεταμορφώνει τον φίλαυτον άνθρωπον εις φίλον του Θεού και θεόν κατά χάριν.
Δια τους λόγους αυτούς η υπό των Προτεσταντών καταδίκη της ασκητικής κυρίως ζωής των μοναχών είναι αίρεσις, ως είναι ελαττωματικός ο μοναχισμός της φραγκολατινικής παραδόσεως, όστις 1) εργάζεται επί μισθώ καλά έργα χωρίς να επιδιώκη την θέωσιν, την οποίαν αγνοεί και 2) χρησιμοποιεί τας εν τη ζωή θλίψεις δια την δήθεν ικανοποίησιν της θείας δικαιοσύνης προς αποφυγήν του καθαρτηρίου πυρός των Φραγκολατίνων και της κατ' αυτούς κολάσεως.
Επίσης ουσιαστικόν μέρος της Ιεράς Παραδόσεως είναι η εκ της ανιδιοτελούς της θεώσεως αγάπης και μετά Θεού φιλίας πηγάζουσα παρά τω Θεώ παρρησία των αγίων των εντεύθεν και πέραν του τάφου εν Χριστώ θεουμένων, και εις αυτήν την μετά Θεού φιλίαν και παρά Θεώ παρρησίαν ελπίζει ο λαός του Θεού, όταν επικαλείται την παρά τω Θεώ πρεσβείαν της Παναγίας και των αγίων. Περί της επί του μυστηρίου του Σταυρού, ήτοι της θεώσεως, βασιζομένης μετά του Θεού φιλίας και της εξ αυτής παρά τω Θεώ παρρησίας και πρεσβείας των θεουμένων ο Χριστός σαφώς διδάσκει, "μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα την ψυχήν αυτού θή υπέρ των φίλων αυτού ... υμάς δε είρηκα φίλους, ότι πάντα ά ήκουσα παρά του πατρός μου εγνώρισα υμίν. Ουχ υμείς με εξελέξασθε, αλλ' εγώ εξελεξάμην υμάς, και έθηκα υμάς ίνα υμείς υπάγητε και καρπόν φέρητε, και ο καρπός υμών μένη, ίνα ό,τι αν αιτήσητε τον πατέρα εν τω ονόματί μου, δώ υμίν. Ταύτα εντέλλομαι υμίν ίνα αγαπάτε αλλήλους".87
Ο καρπός εδώ δεν είναι τα κατά τους Δυτικούς αξιόμισθα ή εξ ακαταγωνίστου δήθεν χάριτος έργα, αλλά η ου ζητούσα τα εαυτής αγάπη των θεουμένων, ήτις σταυρούται ως ο Χριστός δια τον πλησίον. Δεν είναι τα καλά έργα καθ' εαυτά ικανά να ετοιμάσουν τον άνθρωπον να ιδή τον Θεόν ως φως και να έχη τοιαύτην παρρησίαν παρά τω Θεώ υπέρ των αδελφών του ως ο Μωϋσής88 και ο απόστολος Παύλος,89 οίτινες ηύχοντο να παραιτηθούν της προσωπικής των σωτηρίας δια την σωτηρίαν των άλλων. Η τοιαύτη της θεώσεως αγάπη του φίλου του Θεού είναι εκείνη η οποία δύναται "στήσαι κατά των Ισραηλιτών την οργήν, την ιδίαν του Θεού κρίσιν παρατρέψαντος, ίνα μη λυπήση τον φίλον".90 Αυτά καθ' εαυτά τα καλά έργα εκτός της θεώσεως είναι τα φύλλα της ξηρανθείσης συκής,91 τα οποία, όταν δεν φέρουν ως καρπόν την εν Χριστώ της θεώσεως αγάπην, δεν οδηγούν εις την μετά του Χριστού καταλλαγήν και φιλίαν της ου ζητούσης τα εαυτής αγάπης, η οποία είναι ο καρπός ο οποίος μένει, ώστε όστις έχει τοιούτον καρπόν και αιτήσει τι τον Πατέρα εν τω ονόματι του Χριστού, δοθήσετε αυτώ.
Τα περί φίλων και παρρησίας λεχθέντα γίνονται αντιληπτά, όταν ληφθή υπ' όψιν η γενική διαίρεσις των σταδίων τελειότητος, ως ανεφέρθη εις το ανωτέρω χωρίον του αγίου Γρηγορίου Νύσσης. Ο δούλος ποιεί το θέλημα του Θεού από φόβον, ο μισθωτός εργάζεται επί μισθώ, ενώ ο φίλος πάντα ποιεί ως έκφρασιν του καρπού της ανιδιοτελούς της θεώσεως αγάπης. Δια της θεώσεως ή ελλάμψεως ή θεοπτίας ο φίλος του Θεού φθάνει πλησίον της καταστάσεως της αναμαρτησίας, και τελικώς άμα τω θανάτω του σώματός του φθάνει εις αυτήν και αναβαίνει ατελευτήτως τα άνω στάδια της τελειότητος. Ούτω πολύν καρπόν φέρει και ο καρπός μένει. Εξ επόψεως της χρησιμοθηρίας του κόσμου, όμως ο καρπός αυτός δύναται να μείνη από τους πολλούς κεκρυμμένος και να φανή άχρηστος, προ πάντων όταν δεν συνοδεύεται από σπουδαία και αγαθοεργά κατορθώματα αρεστά εις την κοινωνικήν ιδιοτέλειαν των πολλών. Οι αληθινοί πιστοί όμως γνωρίζουν τους φίλους του Θεού, προσκυνούν τα άγια λείψανα αυτών, και ζητούν την παρά Θεώ παρρησίαν αυτών, ως και την ηγεσίαν και κατεύθυνσιν αυτών εις την πνευματικήν των ζωήν.
Ο πολύς καρπός της θεώσεως έχει τον διπλούν χαρακτήρα της αγάπης και της αληθείας. Δια τούτο ο θεούμενος είναι ο αληθώς αγαπών δια της αγάπης του φίλου του Θεού ως και ο γνωρίζων δια της αγάπης ταύτης την αλήθειαν. Ο πολύς όμως καρπός ούτος δεν είναι αποτέλεσμα επιστημονικής ερεύνης και στοχαστικής και διαλεκτικής ευφυΐας, αλλά αποτέλεσμα αποκλειστικόν της υπό των θεουμένων μεθέξεως του μυστηρίου του Σταυρού και της Αναστάσεως, δηλαδή της εν Χριστώ δόξης και βασιλείας. "Εάν μη ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γήν αποθάνη, αυτός μόνος μένει, εάν δε αποθάνη πολύν καρπόν φέρει. Ο φιλών την ψυχήν αυτού απωλέσει αυτήν, και ο μισών την ψυχήν αυτού εν τω κόσμω τούτω, εις ζωήν αιώνιον φυλάξει αυτήν".92
Ο επιτυγχάνων δια του μυστηρίου του Σταυρού και της Αναστάσεως την κάθαρσιν των παθών και του νοός δια της απαλλαγής εκ των δαιμονικών ενεργειών και υπερβαίνων δια της θεώσεως τον φωτισμόν του βαπτίσματος γενόμενος φίλος του Χριστού, είναι ο κατ' εξοχήν θεολόγος και πνευματικός πατήρ, αφού υπό του Παρακλήτου Πνεύματος της Αληθείας οδηγηθή εις πάσαν την αλήθειαν, ως συνέβη εις τους αποστόλους την Πεντηκοστήν. Όπως είδαμεν, η δια του μυστηρίου του Σταυρού θέωσις ή θέα της δόξης και βασιλείας είναι η πηγή και η βάσις του πνευματικού και του δογματικού αλαθήτου της εν τη Εκκλησία Αγίας Γραφής και Ιεράς Παραδόσεως και είναι ούτως ο φορεύς των δογμάτων και της πνευματικής εν Χριστώ ζωής.
Περί τούτου ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διακηρύττει, "ούτως η εν Θεώ θεωρία και το θείον του Σταυρού μυστήριον ου τα πονηρά πάθη μόνον και τους δημιουργούς τούτων δαίμονας απελαύνει της ψυχής, αλλά και τας κακοδόξους δόξας και τους ταύταις συνηγόρους εξελέγχει και απωθείται των περιβόλων της ιεράς του Χριστού Εκκλησίας καθ' ήν ημίν εχωρίσθη νυν εορτάζειν και διατρανούν την του Σταυρού προ του Σταυρού θείαν εν τοις πατράσι χάριν και ενέργειαν".93
Πρέπει να τονισθή ότι οι προφήται και οι απόστολοι δεν διακρίνουν απλώς τας εν τη ιστορία ενεργείας ή πράξεις του Θεού, ως διατείνονται σήμερον τινές των ασχολουμένων με την Βίβλον ερμηνευτών,94 αλλά βλέπουν και ακούουν και συνομιλούν με τας ακτίστους ενεργείας του Θεού,95 δηλαδή την δόξαν, φωτεινήν νεφέλην, στήλην πυρός, θεότητα, βασιλείαν και χάριν του Θεού και δι' αυτών με τον εν αυταίς Θεόν, δι' οράσεως υπέρ την όρασιν, δι' ακούσματος υπέρ την ακοήν, δια γεύσεως υπέρ την γεύσιν, δι' αφής υπέρ την αφήν, δι' οσφρήσεως υπέρ την όσφρησιν, δια γνώσεως υπέρ την γνώσιν, δια νοήσεως υπέρ την νόησιν, δηλαδή ακούουν "άρρητα ρήματα".
Κατά ταύτα ο θεούμενος γενόμενος εις τα περί Θεού και θεώσεως αλάθητος γνωρίζει σαφώς και ακριβώς και ουχί στοχαστικώς και διαλεκτικώς την διάκρισιν μεταξύ των ακτίστων ενεργειών του Θεού και των κτιστών ενεργειών των κτισμάτων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων του διαβόλου και των δαιμόνων και ούτως εις υπέρτατον βαθμόν δια τον εντεύθεν του τάφου άνθρωπον έχει το χάρισμα της διακρίσεως των πνευμάτων, το οποίον είναι το θεμέλιον της δογματικής θεολογίας και της εν Χριστώ πνευματικής ζωής της Εκκλησίας.96 Οι εκτός της κοινωνίας των εχόντων το χάρισμα τούτο των θεουμένων αυτομάτως οδηγούνται και εις την αίρεσιν και εις εσφαλμένην και πεπλανημένην πνευματικότητα. Ίνα μη πλανηθούν δογματικώς και πνευματικώς οι μη φθάσαντες ακόμη εις την θέωσιν αλλά έχοντες και διατηρούντες τον αρραβώνα του Πνεύματος και ανημμένας τας λαμπάδας, υποτάσσονται εις τους προφήτας, αποστόλους και αγίους, ως εις κατά χάριν θεούς και χριστούς και κατά πνεύμα πατέρας, και αδιστάκτως δέχονται τα περί Θεού και καθάρσεως, φωτισμού και θεώσεως ρητά και νοήματα αυτών, ως τα κριτήρια της δογματικής και της κατά Χριστόν πνευματικής διδασκαλίας της Αγίας Γραφής και της Εκκλησίας, ήτοι της Ιεράς Παραδόσεως.97
Αν και η δια της δυνάμεως του Σταυρού και της Αναστάσεως θεοπτία είναι υπέρ τας αισθήσεις και τον λόγον και τον νούν, παρά ταύτα συμπεριλαμβάνει τον νουν και τον λόγον και τα πάθη και τας αισθήσεις, διότι ο άνθρωπος ολόκληρος θεούται, δηλαδή δοξάζεται και γίνεται κατά χάριν Θεός και δια του Χριστού εν Πνεύματι Αγίω βλέπει τον Πατέρα. Η ευοσμία των ιερών λειψάνων των αγίων είναι μετά των ενεργουμένων δι' αυτών θαυμάτων μία αισθητή μαρτυρία της θεώσεως αυτών, ως και της αναστάσεως των σωμάτων κατά την συντέλειαν των αιώνων.
Εκ τούτων φαίνεται σαφώς ότι η περί τελειότητος και θεώσεως διδασκαλία της Αγίας Γραφής και των αγίων Πατέρων ουδεμίαν σχέσιν έχει με την απάθειαν των Στωϊκών και την απελευθέρωσιν εκ του σώματος και των παθών των Πλατωνικών. Η δια του μυστηρίου του Σταυρού νέκρωσις των παθών δεν είναι η εξ αυτών απελευθέρωσις του λογιστικού ή του νοός, αλλ' αντιθέτως η κάθαρσις και θέωσις των παθών.98 Ο Χριστός ως τέλειος άνθρωπος είχε και έχει φύσει τεθεωμένα τα αδιάβλητα πάθη,99 ως ταύτα αρχίζουν κατά χάριν να έχουν οι θεούμενοι και κατά χάριν θα έχουν οι τεθεωμένοι.
Κατά ταύτα ο τέλειος επιθυμεί ουχί δια τον εαυτόν του αλλά δια τον Θεόν και τον πλησίον και θυμώνει ή οργίζεται ουχί δια τα κατά του εαυτού του αδικήματα, αλλά δια την αδικίαν κατά του πλησίον. Επομένως η ου ζητούσα τα εαυτής αγάπη του Θεανθρώπου Χριστού και των θεουμένων ουδεμίαν σχέσιν έχει προς την αταραξίαν των Στωϊκών και την ευδαιμονίαν των Πλατωνικών ή και τον ηδονισμόν ή ευδαιμονισμόν των παλαιοτέρων και νεωτέρων συστημάτων και ρευμάτων. Ούτε έχει καμμίαν σχέσιν με τον συναισθηματικόν αλτρουϊσμόν της φιλοσοφικής ηθικής.
Δια τους ανωτέρω λόγους ο Χριστός και οι άγιοι εντεύθεν και πέραν του τάφου διακρίνονται δια τον ζήλον, την φλογερήν, αλλ' ουχί συναισθηματικήν αγάπην, την ζέουσαν συμπάθειαν δια τους επί γης αγωνιζομένους αδελφούς αυτών μετά των οποίων συναγωνίζονται αδιαλείπτως και μετέχουν αποτελεσματικώς εις τον υπέρ της σωτηρίας και κατά των δαιμόνων αγώνα αυτών, ως και εις τα βιωτικά και οικογενειακά και εθνικά αυτών προβλήματα, δια της διδασκαλίας, του παραδείγματος, δια των αγίων αυτών εικόνων και λειψάνων και των θαυμάτων αυτών, ως και κατ' εξοχήν δια της μεσιτείας και παρά Θεώ παρρησίας αυτών.
Τονίζομεν εκ νέου ότι ο μυστικισμός, όστις εκπηγάζει από την προσπάθειαν εκστάσεως του λογιστικού εκ του σώματος, εκ του χρόνου, εκ της μνήμης, εκ της διαδοχικής και πάσης σκέψεως και οντολογικώς εκ της ύλης, είναι ξένος προς την περί αποκαλύψεως και πνευματικότητος διδασκαλίαν και εμπειρίαν των θεουμένων της Αγίας Γραφής και της Ιεράς Παραδόσεως. Η ορθόδοξος ασκητική πράξις και θεωρία προς απόκτησιν του χαρίσματος της μονολογίστου αδιαλείπτου νοεράς προσευχής ουδεμίαν σχέσιν έχει με τοιούτον μυστικισμόν, όπως δεν έχει η δια της θεώσεως θέα της δόξης του Θεού, όπως είδαμεν.
Εξ όλων των μέχρι τούδε λεχθέντων εν τω δοκιμίω τούτω φαίνεται σαφώς πώς το αλάθητον εις τα θέματα περί Θεού και θεώσεως, φωτισμού και καθάρσεως των πιστών, και γενικώς ειπείν εις τα δόγματα ή την θεολογίαν δεν ανήκει αδιακρίτως εις όλον τον λαόν του Θεού.
Η Εκκλησία ολόκληρος είναι αλάθητος, διότι ο Χριστός είναι η Εκκλησία και ο λαός Αυτού είναι τα μέλη Αυτού. Το αλάθητον φθάνει εις τον λαόν και κατοικεί εν αυτώ τη ενεργεία του τον Χριστόν και τον Πατέρα εν Εαυτώ φέροντος Αγίου Πνεύματος, μέσω των θεουμένων προφητών, αποστόλων και αγίων ως και μέσω του την αποστολικήν της χειροτονίας και της αληθούς των εν Χριστώ θεουμένων διδασκαλίας διαδοχήν έχοντος κλήρου. Εις την Παλαιάν Διαθήκην, εις την Καινήν Διαθήκην, και εις την Εκκλησίαν υπάρχει πνευματική δημοκρατία εν είδη ιατρικού συνεδρίου. Αποφασίζουν τα ανεγνωρισμένα μέλη του ιατρικού συλλόγου δηλαδή οι κοινωνοί της εμπειρίας των θεουμένων, "οι εξητασμένοι και διαβεβηκότες εν θεωρία, και προ τούτων και ψυχήν και σώμα κεκαθαρμένοι, ή καθαιρόμενοι, το μετριώτατον". Δεν υπάρχει καμμία τάξις θεολόγων κατά κόσμον σοφών αφ' εαυτών κλητών και υπό ετεροδόξων μορφωθέντων, οίτινες θέτουν υπό την μάχαιραν της κριτικής την διδασκαλίαν και την κατηχητικήν μέθοδον των θεουμένων, ίνα αποφασίσουν αυτοί τί εκ των καρπών του μυστηρίου του Σταυρού και της Αναστάσεως θα κρατήσουν, τί θα αφαιρέσουν και τί εις τους καρπούς αυτούς θα προσθέσουν.
Κατά την μαρτυρίαν του Κυρίου υπάρχουν τρία στάδια ή τάξεις εις την κατανόησιν των μυστηρίων της βασιλείας του Χριστού. Υπάρχουν: 1) οι διδασκόμενοι περί της βασιλείας του Θεού εν παραβολαίς "ότι βλέποντες ου βλέπουσιν και ακούοντες ουκ ακούουσιν ουδέ συνιούσιν",100 2) οι οίς "δέδοται γνώναι τα μυστήρια της βασιλείας των ουρανών",101 και 3) οι ιδόντες δια της θεώσεως την βασιλείαν και δόξαν του Χριστού (Βάπτισμα Χριστού, Μεταμόρφωσις, Πεντηκοστή, Στέφανος ενώπιον συνεδρίου, Παύλος καθ' οδόν προς Δαμασκόν).102 Τα μυστήρια της βασιλείας του Χριστού, ά είδον και βλέπουν οι θεούμενοι, είναι τα μυστήρια της Εκκλησίας, ήτοι του Σταυρού και της Αναστάσεως, δια των οποίων σταυρούνται τω κόσμω οι μαθηταί του Κυρίου και ούτω φθάνουν εις την της θεώσεως ανάστασιν την πρώτην και αναμένουν την δευτέραν. Περί αυτών των μυστηρίων γνωρίζουν εκ της μαρτυρίας των αυτοπτών μαρτύρων και οι έχοντες τον αρραβώνα του Πνεύματος πιστοί, οι καταλλήλως κατηχούμενοι και έχοντες πνευματικούς πατέρας κατέχοντας το χάρισμα της διακρίσεως των πνευμάτων ή και αυτόπτας μάρτυρας της δόξης του Χριστού υπάρχοντας.
Εις τας τάξεις των θεουμένων και των πιστών ανήκουν μόνον οι εκουσίως και ουχί κατά τύχην αίροντες δια του μυστηρίου του Σταυρού τον σταυρόν αυτών και ούτως ακολουθούντες τον Χριστόν.103
Οι θέλοντες να ζήσουν κατά Χριστόν θέτουν εαυτούς υπό την καθοδήγησιν ορθοδόξου της Ιεράς Παραδόσεως πατρός έχοντος το χάρισμα της διακρίσεως των πνευμάτων, δυναμένου επομένως ορθώς και ακριβώς να διδάξη τον τρόπον δια του οποίου αίρει τις τον σταυρόν αυτού και γίνεταί τις μέτοχος του μυστηρίου του Σταυρού και της Αναστάσεως.104
Οι θέλοντες Χριστόν χωρίς στενήν και τεθλιμμένην οδόν και ανάγκην εκουσίας σταυρώσεως ευρίσκουν πνευματικούς πατέρας κατά κόσμον σοφούς της αρεσκείας των με κατά κόσμον θεολογίαν.105
Εις το κέντρον επομένως της αποστολικής διαδοχής δεν είναι μόνον η αδιάκοπος από τους αποστόλους διαδοχική χειροτονία, αλλά και η αληθής δογματική διδασκαλία, πράξις και θεωρία περί της πνευματικής εν Χριστώ ζωής, ήτις είναι "ο καρπός" της καθάρσεως και του φωτισμού και "ο πολύς καρπός" της θεώσεως. Η διακοπή της παραδόσεως της θεώσεως σημαίνει αποκοπήν από την αποστολικήν διαδοχήν, δηλαδή από την μέθεξιν του μυστηρίου του Σταυρού και της Αναστάσεως, και συνεπάγεται πτώσιν εκ της χάριτος και της αληθείας. Μία τρανή ένδειξις της διακοπής της αποστολικής διαδοχής είναι η απουσία και κυρίως η καταπολέμησις της υπάρξεως και της προσκυνήσεως των αγίων και των αγίων εικόνων και λειψάνων αυτών ως και η απουσία των ενεργουμένων δι' αυτών θαυμάτων, ως συμβαίνει τόσον σαφώς, και σκανδαλωδώς μάλιστα, σαφώς εις τον Προτεσταντισμόν. Η εν προκειμένω πράξις και διδασκαλία της φραγκοπαπικής παραδόσεως δεν βασίζεται επί της παραδόσεως της θεώσεως και ως εκ τούτου ευρίσκεται εκτός της Ιεράς Παραδόσεως. Απορρίπτοντες οι Προτεστάνται τα περί αγίων, λειψάνων, αγαλμάτων, αξιομισθιών και υπερπερισσείας των έργων αυτών, απορρίπτουν ασφαλώς την πεπλανημένην περί αυτών διδασκαλίαν της φραγκολατινικής παραδόσεως και όχι ενσυνειδήτως αυτήν της Ορθοδοξίας, την οποίαν γενικώς αγνοούν. Όχι μόνον αυτοί αλλά ούτε και οι Παπικοί γνωρίζουν την περί αγίων ορθόδοξον διδασκαλίαν και πράξιν.
Η δογματική και πνευματική διδασκαλία και πράξις της Εκκλησίας εκφράζεται εν τη λειτουργική αυτής και μυστηριακή ζωή, εν ταις εικόσι, εν τη αρχιτεκτονική, εν τη εκκλησιαστική μουσική, αλλά και εν τη κοινωνία γενικώς, εν τη φιλανθρωπία, εν τη πολιτική, τη οικονομική, τη στρατιωτική και τη παιδεία των εντός και όταν είναι δυνατόν και των εκτός της κοινωνίας των θεουμένων ευρισκομένων.
Εις τα εντός της σφαίρας των αμέσων λειτουργημάτων και αρμοδιοτήτων της η Εκκλησία έχει ως γνώμονα και κανόνα την οδήγησιν των πιστών δια της καθάρσεως και του φωτισμού εις την θέωσιν. Ο μόνος και μοναδικός σκοπός της υπάρξεως της Εκκλησίας είναι η προετοιμασία των πιστών δια την ημέραν του Κυρίου.
Εις εκτέλεσιν του σκοπού τούτου η Εκκλησία καλλιεργεί υπό την έμπνευσιν και καθοδήγησιν των θεουμένων και της θεολογίας και της πνευματικότητος αυτών την λειτουργικήν, την εικονογραφίαν, την μουσικήν, το κοινωνικόν έργον, την φιλανθρωπίαν, κ.τ.λ. Πάντοτε όμως, το κριτήριον της μορφής και της εκτάσεως αυτών είναι η οδήγησις προς την θέωσιν. Δια τούτο ακριβώς η ορθόδοξος λειτουργική, υμνογραφία και τέχνη έχει ασκητικόν και ηρωϊκόν προσανατολισμόν, χωρίς όμως να έχη δυαρχικάς μεταφυσικάς βάσεις, ως είδαμεν, με σκοπόν να εξυπηρετηθούν αι πνευματικαί ανάγκαι των σταδίων της τελειώσεως. Αποδεκτά και ευπρόσδεκτα είναι τα οδηγούντα εις την θέωσιν ενώ απόβλητα τα οδηγούντα εις πνευματικήν στασιμότητα ή και εις προσκόλλησιν εις την φυσικήν ηδονήν ή ηδυπάθειαν ή εις τον κατά κόσμον συναισθηματισμόν ή εις εκστατικάς δαιμονικάς καταστάσεις, κ.τ.λ.
Η ορθόδοξος εικονογραφία, αρχιτεκτονική και λειτουργική, ως και η μουσική έχουν σαφώς και καθαρώς δογματικόν χαρακτήρα με σωστικόν και θεωτικόν σκοπόν. Τόσον ριζωμένη είναι η πεποίθησις της Εκκλησίας περί του θέματος τούτου, ώστε οι πιο φανατικοί υποστηρικταί του δογματικού χαρακτήρος της εκκλησιαστικής τέχνης και ιδίως της εικονογραφίας ήσαν οι πιο προσηλωμένοι εις την παράδοσιν των θεουμένων, δηλαδή οι μοναχοί και ασκηταί της ορθοδόξου Ιεράς Παραδόσεως. Η δογματική βάσις της πνευματικότητός των ήτο η βιβλική εμπειρία της θεώσεως ολοκλήρου του ανθρώπου και ακόμη της λεγομένης αψύχου ύλης, ως συνέβη με τα αστράψαντα με την άκτιστον θεότητα ενδύματα του Χριστού. Ως εκ τούτου ως η ανθρωπίνη φύσις και σάρξ του Κυρίου είναι η δια της αντιδόσεως των ιδιωμάτων των δύο εν Χριστώ φύσεων πηγή θεωτικής χάριτος, ούτω γίνονται φορείς ταύτης και τα υλικά συστατικά των μυστηρίων, τα ιερά σκεύη και τα άμφια, τα άγια λείψανα και αι άγιαι εικόνες.106
Επίσης η Εκκλησία ετόνισε, βάσει της εμπειρίας και της διδασκαλίας των θεουμένων, ότι η Αγία Γραφή ως αποτελουμένη εκ λέξεων απευθυνομένων εντός της ερμηνευτικής παραδόσεως των θεουμένων εις τους πιστούς δια την σωτηρίαν και τελείωσίν των και αποδιδουσών εν νοήμασι ενεργείας του Λόγου προ της ενσαρκώσεως και μετά την ενσάρκωσιν, και νοήματα και ρητά των προφητών, αποστόλων και αγίων και τα θεωτικά βιώματα αυτών, πρέπει εξ άπαντος να εικονίζωνται όλα τα τοιαύτα, όσα δύνανται και εν εικόσι και να τυγχάνουν της εκ μέρους των πιστών προσκυνήσεως, ίνα εις την μνήμην αυτών συνεχώς υπάρχουν τυπωμένα. Όσον απαραίτητος δια την σωτηρίαν και τελείωσιν των πιστών είναι η Αγία Γραφή, τα σύμβολα του Σταυρού και των Παθών του Κυρίου και τα υλικά συστατικά των μυστηρίων, τόσον απαραίτηται είναι και αι άγιαι εικόνες και τα ιερά λείψανα προς διδασκαλίαν, παραδειγματισμόν και αγιασμόν των πιστών.[107] Άνευ τούτων είναι αδύνατον να ανέλθη κανείς τα στάδια της τελειώσεως, διότι η βάσις της σωτηρίας του ανθρώπου είναι η αδιάλειπτος μνήμη του Θεού και του θελήματος και των ενεργειών Αυτού δια του Χριστού εν τοις βίοις και ταις διδασκαλίας των προφητών, των αποστόλων και των αγίων. Αι άγιαι εικόνες και τα ιερά λείψανα των αγίων προκαλούν την συνεχή αγάπην, προσκύνησιν και τιμήν προς τα εικονιζόμενα πρότυπα και δι' αυτών την λατρείαν αγάπην και αφοσίωσιν προς τον Χριστόν, τον Πατέρα και το Πνεύμα το Άγιον και την εν ταις ψυχαίς των πιστών επικράτησιν της κατά Χριστόν ευσεβείας δια της αδιαλείπτου μνήμης Αυτού, της Παναγίας και των αγίων.108
Η βάσις της ορθοδόξου τέχνης είναι, όπως είπαμεν ο ασκητικός και κατ' εξοχήν ηρωϊκός προσανατολισμός προς την θέωσιν και ανταποκρίνεται πλήρως προς την πνευματικήν και ιστορικήν πραγματικότητα και δεν είναι αποτέλεσμα της φαντασίας του καλλιτέχνου, ως συμβαίνει εις την εκκλησιαστικήν τέχνην της φραγκολατινικής παραδόσεως, ήτις επέδρασε μαζί με την θεολογίαν της ισχυρώς εις την αρχιτεκτονικήν, την εικονογραφίαν και την μουσικήν της ρωσσικής Εκκλησίας και εύρε τόπον κυρίως μέσω του θαυμασμού Ελλήνων τινών δια τα δυτικής εμπνεύσεως δήθεν επιτεύγματα ταύτα εις την ελληνικήν εικονογραφίαν και ολιγώτερον εις την εκκλησιαστικήν μουσικήν. Εις την παρεκκλησιαστικήν μουσικήν των κατηχητικών σχολείων της Ελλάδος επεκράτησεν είδος θρησκευτικού τραγουδιού προτεσταντικού τύπου, το οποίον δεν προκαλεί τον σεβασμόν των σοβαρών ανθρώπων και κυρίως των ειδημόνων περί την μουσικήν και ουδεμίαν σχέσιν έχει με την ορθόδοξον πνευματικότητα.
Έχουσα η Ιερά Παράδοσις προ οφθαλμών την αναπόφευκτον θέαν της δόξης του Χριστού κατά την Ημέραν του Κυρίου έχει μεν ως πρώτην μέριμναν την δι' αυτήν προετοιμασίαν των πιστών, ίνα αποβή η θέα ταύτη θέωσις και ουχί κόλασις, αλλά καθ' οδόν αγιάζει ό,τιδήποτε επιδέχεται τον αγιασμόν του Χριστού, δηλαδή την πολιτικήν, την οικονομίαν, την στρατιωτικήν, την εκπαίδευσιν και γενικώς τον πολιτισμόν και τα των οικειακών των πιστών. Η Εκκλησία προσεύχεται και ενεργεί υπέρ της ευημερίας του λαού, της ειρήνης, της υγείας, των γεωργικών κτημάτων, των εμπορικών πλοίων και καταστημάτων κ.λ.π.109 Ο Χριστός, η Παναγία, οι άγιοι πάντες έχουν ζωτικόν ενδιαφέρον δι' όλα τα θέματα του λαού και όταν επικαλούνται υπό των πιστών ενεργούν κατά τας ατομικάς, οικογενειακάς, κοινωνικάς και εθνικάς ανάγκας και μάλιστα αποτελεσματικώς. Παρουσιάζονται ανοήτως σκεπτόμενοι οι προσπαθούντες να περιορίσουν τον Χριστόν, την Παναγίαν και τους αγίους μαζί με τους ασκητάς και τον κλήρον εις τα ουράνια. Εάν η Ορθοδοξία πράγματι είχε τας θεολογικάς αρχάς τας οποίας αποδίδουν εις αυτήν εμπνευσθέντες τινες εκ παλαιοφυλλαδίων των απογόνων των Φράγκων της Ευρώπης προδόται της Επαναστάσεως του 1821, δεν θα υπήρχε σήμερον ούτε ένας Έλληνας από αυτούς που σήμερον προσπαθούν να προκαλέσουν τον θάνατον του ρωμαίϊκου πολιτισμού δια της απουσίας εκ της παραδόσεως της Ρωμηοσύνης, δια της προσκολλήσεως εις κάθε ξένον τρόπον αξιολογήσεως των πνευματικών και καλλιτεχνικών θεμάτων και του πολιτισμού.
Είναι ολοφάνερη η επίδρασις του ασκητικού ηρωϊκού πνεύματος της Ορθοδοξίας εις τας παραδόσεις του ελληνικού λαού. Τούτο φαίνεται σαφώς και εις την μουσικήν και εις τους χορούς, διότι από τας καλλιτεχνικάς ταύτας εκδηλώσεις ελλείπει ο ηδονισμός και η ηδυπάθεια και η έκστασις των ισλαμικών παραδόσεων και η θηλυπρέπεια και ο ερωτισμός της ευρωπαϊκής παραδόσεως.
Φαίνεται ότι το μόνον το οποίον έχει μείνει εις την νεωτέραν Ελλάδα από τον ρωμαίϊκον πολιτισμόν είναι η Εκκλησία και η τέχνη της και η ελληνική γλώσσα. Εις όλα σχεδόν τα άλλα κατώρθωσαν οι απόγονοι των Φράγκων να φραγκέψουν τους Νεοέλληνας, οι οποίοι εν τη ηλιθιότητί και αγραμματοσύνη των θερμώς ευχαριστούν την Ευρώπην δια την επιτευχθείσαν αυτήν δολοφονίαν των ρωμαίϊκων καλλιτεχνικών παραδόσεων, διότι εις το βάθος της νεωτέρας ελληνικής ψυχοσυνθέσεως είναι η δαιμονική απόφασις πολιτιστικής πλέον αυτοκτονίας, απλούστατα διότι Νεοέλλην δεν θέλει πλέον την ευθύνην πνευματικής ηγεσίας. Θέλει χρήματα, ανέσεις, αυτοκίνητα, σέξ και ό,τι καλόν έχουν, ως φαντάζεται, ο Ευρωπαίος και ο Αμερικανός.
Ταύτα πάντα είναι τα μοιραία αποτελέσματα της συστηματικής εν Ελλάδι καταπολεμήσεως του ασκητικού ιδεώδους της Ορθοδοξίας ως εκδηλούται κυρίως εις τον ορθόδοξον μοναχισμόν. Ο ρωμαίϊκος πολιτισμός μεταξύ του λαού έχει περιορισθή εις την αφοσίωσιν εις τας εικόνας και τα ιερά λείψανα των αγίων. Η θεολογική, φιλοσοφική και κοινωνιολογική κατανόησις της προς τους θεουμένους αφοσιώσεως ταύτης του λαού σχεδόν εξηφανίσθη εις τον επιπόλαιον και κατ' επίφασιν διανοούμενον κόσμον της Ελλάδος. Επηρεασμένοι, από την γενικήν ταύτην ατμόσφαιραν των νέων τούτων τύπου Ευρώπης διανοουμένων, πολλοί θεολόγοι εδηλητηριάσθησαν κατά της πατερικής παραδόσεως και του μοναχισμού αυτής και έγιναν οι αυτόκλητοι σωτήρες της Ορθοδοξίας, νομίζοντες, ως οι υπόλοιποι διανοούμενοι, ότι εκλήθησαν υπό του Θεού να φωτίσουν τους συμπατριώτας των με τον πολιτισμόν των πνευματικών απογόνων των Φράγκων ως και με την θεολογίαν αυτών.
Πάντως η κατανόησις της ορθοδόξου δογματικής θεολογίας και πνευματικότητος απαιτεί όχι δουλοπρέπειαν του πνεύματος αλλά υπακοήν εις την αυθεντίαν του Χριστού, των προφητών, των αποστόλων και των αγίων. Αυτή η εκούσιος υπακοή μέχρι θανάτου προς απόκτησιν της πραγματικής ελευθερίας της καταπατήσεως του φόβου του θανάτου και της υπερβάσεως της συμφεροντολογικής αγάπης είναι το μυστικόν της λεβεντιάς της ελληνικής ψυχής, του ρωμαίϊκου πολιτισμού. Είναι το μυστικόν της ρωμαίϊκης αρχοντιάς, η οποία έδωσεν εις τον κόσμον τους Πατέρας της Εκκλησίας.
Η παράδοσις της θεώσεως συνθέτει την αυθεντίαν και την ταπεινοφροσύνην με αποτέλεσμα την λεβεντιάν και αρχοντιάν του πνεύματος. Δια τούτο η Ορθόδοξος βεβαιότης περί κατοχής της αληθείας ουδεμίαν σχέσιν έχει με εθνικόν ή εκκλησιαστικόν τινα εγωϊσμόν ή υπερηφάνειαν. Επίσης δια τον λόγον αυτόν λείπει το άγριον και απάνθρωπον εκείνο φαινόμενον της Ιεράς Εξετάσεως των Φραγκολατίνων, Παπικών και Προτεσταντών.
Αντιθέτως η στοχαστική και η διαλεκτική δογματική μέθοδος του Αυγουστίνου, συνδυασμένη με το περί αλαθήτου δόγμα των Φραγκολατίνων, παρήγαγεν ανόητον της αγραμματοσύνης αυθεντίαν του εγωϊσμού και της υπερηφανείας με αποτέλεσμα τον δυτικόν μεσαίωνα της Ιεράς Εξετάσεως, της θανατώσεως των αιρετικών και της καθυποτάξεως της ελληνικής φιλοσοφίας και θεολογίας εις τα κατηγορήματα του πολιτισμού των βαρβάρων κατακτητών του δυτικού μέρους της Ρωμαϊκής Αυτόκρατορίας.
Εν κατακλείδι σημειώνομεν τον τίτλον του κλασσικού δογματικού έργου του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, "Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως".110 Εάν εκληφθή η ορθόδοξος θεολογική μέθοδος ως στοχαστική και διαλεκτική τότε ο όρος "ακριβής" εις τον εν λόγω τίτλον θα ήτο απόδειξις του εγωϊσμού και της υπερηφανείας του συγγραφέως. Εξ επόψεως όμως της επί της θεώσεως βασιζομένης θεολογίας ο τίτλος είναι ο ενδεικνυόμενος και δηλωτικός της επί της ταπεινοφροσύνης βασιζομένης αρχοντιάς και αυθεντίας του θεουμένου.
Ο γενόμενος πνευματικόν τέκνον των θεουμένων και έχων απόλυτον πεποίθησιν εις την περί Θεού, χάριτος, ενσαρκώσεως, Εκκλησίας, τελειώσεως και κρίσεως διδασκαλίαν αυτών μετέχει της αρχοντιάς αυτών και αποκλείεται να γίνη πνευματικώς δουλοπρεπής εις κατά φαντασίαν θεολογικά και φιλοσοφικά ρεύματα. Υπεράνω όλων είναι ρεαλιστής και ουδέποτε ρομαντικός ονειροπόλος. Εξ επόψεως της πατερικής παραδόσεως είναι γελοία και η σκέψις μόνον ότι είναι δυνατόν να γίνη θεολόγος ο πνευματικώς υποτακτικός ετεροδόξων διδασκάλων. Πιό γελοίος ακόμη είναι ο ισχυρισμός ότι πηγαίνει κανείς να σπουδάση την θεολογικήν μέθοδον εις τους πνευματικούς απογόνους των Φράγκων εις την Ευρώπην και την Αμερικήν. Τα τοιαύτα δύνανται να λέγουν μόνον οι αγνοούντες την επί της θεώσεως βασιζομένην θεολογικήν μέθοδον των θεουμένων.
Πάντως ευρισκόμεθα εις μίαν επικίνδυνον δια την Ορθοδοξίαν κατάστασιν εις την μόρφωσιν των θεολόγων, η οποία ουδεμία σχέσιν έχει με την θεολογικήν μέθοδον της Αγίας Γραφής και των αγίων Πατέρων.
Αλλά το τραγικώτερον όλων δεν είναι ότι λείπει η αρχοντιά της παραδόσεως των Πατέρων, αλλά ότι λείπει η στοιχειώδης αίσθησις της απουσίας της αρχοντιάς ταύτης.
Θ' Ο Κανών της Αγίας Γραφής η Ερμηνευτική και η γλώσσα Αυτής
Το θέμα αυτό καθ' αυτό ανήκει εις τα μαθήματα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Η γνησιότης ή η μη γνησιότης των εν τη Αγία Γραφή συγγραμμάτων, δηλαδή το ορθόν ή το μη ορθόν της αποδόσεως αυτών εις συγκεκριμένους συγγραφείς ή εις συλλογικάς παραδόσεις του Ισραήλ ή εις συλλογικόν έργον της αρχαίας Εκκλησίας προς κατήχησιν των πιστών δεν είναι προβλήματα, τα οποία απασχολούν την Δογματικήν και την Συμβολικήν. Η Δογματική ενδιαφέρεται δια την θεοπνευστίαν της Αγίας Γραφής και την αψευδή μαρτυρίαν αυτής περί της επί της θεώσεως βασιζομένης διδασκαλίας των θεουμένων προφητών και αποστόλων.
Πρέπει να σημειωθή δεόντως ότι πάντες οι αιρετικοί ως και οι ορθόδοξοι εστήριζον την διδασκαλίαν των όχι μόνον επί των γραπτών μνημείων της Αγίας Γραφής αλλά και επί της προσωπικής εμπειρίας των αρχηγών των, εις τους οποίους απέδιδον μίαν ιδιαιτέραν θεοπνευστίαν και εμμονήν εις παράδοσιν θεοπνεύστων ανδρών.
Εκτός της θεοπνευστίας όμως όλοι εδέχοντο δια τους αντιπάλους και μίαν δαιμονοπνευστίαν, εις την οποίαν απέδιδον τας πλάνας των.
Μεταξύ των παραδοξοτέρων τούτων εις την αρχαίαν εποχήν της εκκλησιαστικής ιστορίας ήσαν οι Γνωστικοί, οίτινες ισχυρίζοντο μετά των Μανιχαίων ότι ο εμφανισθείς εις τους προφήτας δημιουργός Θεός της Παλαιάς Διαθήκης είναι κατώτερος Θεός, ή αντίπαλος του Θεού του φωτός, Θεός του σκότους, ή ο Σατανάς. Όλοι συνεφώνουν ότι εξ αιτίας τούτου του κακού ή κατωτέρου Θεού οι προφήται ευρίσκοντο εν πλάνη και μετ' αυτών το έθνος των Εβραίων και Ιουδαίων.
Εναντίον αυτών η Εκκλησία ετόνισε την απόλυτον ενότητα της διδασκαλίας και της αποκαλυπτικής εμπειρίας μεταξύ της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης ή μεταξύ των προφητών και των αποστόλων, ως ευκόλως αποδεικνύεται από τα Ευαγγέλια, τας Πράξεις, και τας Επιστολάς της Καινής Διαθήκης. Οι Γνωστικοί αντιμετώπισαν τα επιχειρήματα της Εκκλησίας με τον εκλεκτισμόν όσον αφορά εις τα κείμενα της Καινής Διαθήκης προτιμώντες ωρισμένα του αποστόλου Παύλου, όπου εφαίνετο, ως αυτοί ηρμήνευον, κάποια αντίθεσις προς την Παλαιάν Διαθήκην και κατά τα άλλα εδημιούργησαν ιδικάς των Γραφάς.
Επομένως εκτός από τας κατηχητικάς και πνευματικάς ανάγκας αυτή η ανάγκη αντιμετωπίσεως των Γνωστικών υπήρξεν ισχυρά ώθησις εις τον καθορισμόν του κανόνος της Αγίας Γραφής. Τούτο φαίνεται σαφώς από την ρητήν πληροφορίαν του κανόνος του Μουρατόρι ότι ουδέν έργον των Γνωστικών συμπεριλαμβάνεται εις τον κανόνα. 1
Επίσης οι Μοντανισταί και μετ' αυτούς οι Αρειανοί και οι Ευνομιανοί ηρμήνευον τας αποκαλυπτικάς εμπειρίας των προφητών και των αποστόλων κατά τοιούτον τρόπον, ώστε επετρέπετο εις τους μεν να στηρίξουν τας εκστατικάς των εμπειρίας και τους ισχυρισμούς των περί νέων ή συμπληρωματικών αποκαλύψεων και εις τους δε τα περί κτιστού Λόγου επιχειρήματά των.
Βάσει της διδασκαλίας 1) αυτής ταύτης της Αγίας Γραφής αλλά και 2) της εμπειρίας των εν τη Εκκλησία προκρίτων και διαβεβηκότων εν θεωρία, και 3) της Ιεράς Παραδόσεως ή της αποστολικής διαδοχής και διδαχής, η Εκκλησία μέσω των Τοπικών και των Οικουμενικών Συνόδων αντιμετώπισε τας τοιαύτας παρεκλήσεις των αιρετικών.
Όταν έχη κανείς προ οφθαλμών την ερμηνευτικήν ταύτην παράδοσιν και την εξ αιτίας της θεώσεως των προκρίτων απόλυτον ενότητα και ταυτότητα αυτόπτου, μαρτυρίας περί του Λόγου εν τη Παλαιά, τη Καινή Διαθήκη, και εν τη καθ' όλου Ιερά Παραδόσει, δηλαδή εν τοις βίοις των αγίων και ειδικώς των αγίων Πατέρων, τότε το όλον θέμα της εκτάσεως του κανόνος της Αγίας Γραφής λαμβάνει μίαν ειδικήν όψιν και δεν έχει πολλήν σημασίαν, εάν δέχεται κανείς τον βραχύν κανόνα των περισσοτέρων Πατέρων ή τον μακρόν της Αφρικής.
Εις τον δεύτερον τόμον του δοκιμίου τούτου δημοσιεύομεν τους κυριωτέρους συνοδικούς και πατερικούς αντιπροσώπους των δύο παραδόσεων.2
Αποδοχήν μεγάλου κανόνος, άνευ διακρίσεως των βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης εις κανονικά και αναγινωσκόμενα, έχομεν εις την Σύνοδον της Καρθαγένης του 419.3 Ο 85ος κανών των αποστόλων διαφέρει όσον αφορά εις τον βραχύν κανόνα μόνον καθότι δέχεται τα τρία βιβλία των Μακκαβαίων και την Εσθήρ ως κανονικά.4 Δηλαδή μαζί με την Εκκλησίαν της Αφρικής ο 85ος αποστολικός κανών και η Σύνοδος της Λαοδικείας του 360 5 δέχονται το βιβλίον της Εσθήρ ως κανονικόν. Κατά τα άλλα ο 85ος αποστολικός κανών, η Σύνοδος της Λαοδικείας, ο Μέγας Αθανάσιος,6 ο Γρηγόριος ο Θεολόγος7 και ο Αμφιλόχιος Ικονίου8 δέχονται τον βραχύν κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης.
Ως φαίνεται από τον Β' Κανόνα της Πενθέκτης (691-2), δημοσιευθέντα εν τω δευτέρω τόμω,9 έγιναν αποδεκταί όλαι αι ανωτέρω απόψεις, αφού εν τω κανόνι τούτω εγένοντο αποδεκτοί όλοι οι ανωτέρω κανόνες. Δεν σημαίνει όμως ότι πρόκειται περί αντιφάσεως. Πρώτον διότι μόνον η Σύνοδος της Καρθαγένης του 419 δεν διακρίνει τα κανονικά από τα αναγινωσκόμενα. Η Πενθέκτη ασφαλώς δεν είχε σκοπόν να δεχθή την γνώμην μιας Εκκλησίας απομεμακρυσμένης, εις βάρος μάλιστα της ομοφώνου σχεδόν γνώμης των άλλων. Το ότι ούτως έχουν τα πράγματα, φαίνεται σαφώς από τον άγιον Ιωάννην τον Δαμασκηνόν, όστις ήκμασεν ένα περίπου αιώνα μετά την Πενθέκτην και όστις δεν δίδει σημασίαν εις τον μακρόν κανόνα της Αφρικής και ούτε συμπεριλαμβάνει εις τα αναγινωσκόμενα τα βιβλία Τωβίας, Ιουδήθ, και Εσθήρ, ως πράττει ο Μέγας Αθανάσιος, ούτε τα τρία των Μακκαβαίων, ως πράττει ο 85ος κανών των αγίων αποστόλων.
Παραθέτομεν την επί του θέματος σύνοψιν της παραδόσεως υπό του αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, όστις γράφει τα εξής, "ούτως ουν σύγκειται αι βίβλοι εν πεντατεύχοις τέταρσι, και μένουσι άλλαι δύο, ως είναι τας ενδιαθέτους βίβλους ούτω, πέντε νομικάς, Γένεσιν, Έξοδον, Λευιτικόν, Αριθμοί, Δευτερονόμιον. Αύτη πρώτη πεντάτευχος, η και νομοθεσία. Είτα άλλη πεντάτευχος, τα καλούμενα Γραφεία, παρά τισι δε Αγιόγραφα, άτινά εστιν ούτως, Ιησούς ο του Ναυή, Κριταί μετά της Ρούθ, Βασιλειών πρώτη μετά της δευτέρας, βίβλος μία, η τρίτη μετά της τετάρτης, βίβλος μία, και αι δύο των Παραλειπομένων, βίβλος μία. Αύτη δευτέρα πεντάτευχος. Τρίτη πεντάτευχος, αι στιχήρεις βίβλοι, του Ιώβ, το Ψαλτήριον, Παροιμίαι Σολομώντος, Εκκλησιαστής του αυτού, τα Άσματα των ασμάτων του αυτού. Τετάρτη πεντάτευχος, η προφητική, το δωδεκαπρόφητον, βίβλος μία, Ησαΐας, Ιερεμίας, Ιεζεκιήλ, Δανιήλ, είτα του Έσδρα, αι δύο εις μίαν συναπτόμεναι βίβλον, και η Εσθήρ. Η δε Πανάρετος, τουτέστιν η Σοφία του Σολομώντος, και η Σοφία του Ιησού, ήν ο πατήρ μεν του Σειράχ εξέθετο Εβραϊστί, Ελληνιστί δε ηρμήνευσεν ο τούτου μεν έγγονος Ιησούς, του δε Σειράχ υιός, ενάρετοι μεν και καλαί, αλλ' ουκ αριθμούνται, ουδέ έκειντο εν τη κιβωτώ".10
Περί των αναγινωσκομένων της Παλαιάς αλλά και της Καινής Διαθήκης παραθέτομεν την πληροφορίαν του Μεγάλου Αθανασίου, όστις γράφει τα εξής, "αλλ' ένεκά γε πλείονος ακριβείας προστίθημι και τούτο γράφων αναγκαίως, ως ότι έστι και έτερα βιβλία τούτων (τών κανονικών) έξωθεν, ου κανονιζόμενα μέν, τετυπωμένα δε παρά των Πατέρων αναγινώσκεσθαι τοις άρτι προσερχομένοις και βουλομένοις κατηχείσθαι τον της ευσεβείας λόγον, Σοφία Σολομώντος, και Σοφία Σειράχ, και Εσθήρ, και Ιουδήθ, και Τωβίας, και Διδαχή καλουμένη των Αποστόλων και ο Ποιμήν. Και όμως, αγαπητοί, κακείνων κανονιζομένων και τούτων αναγινωσκομένων, ουδαμού των αποκρύφων μνήμη, αλλά αιρετικών εστιν επίνοια, γραφόντων μεν ότε θέλουσιν αυτά, χαριζομένων δε και προστιθέντων αυτοίς χρόνους, ίνα ως παλαιά προσφέροντες, πρόφασιν έχωσιν απατάν εκ τούτων τους ακεραίους".11
Τα περί του κανόνος της Καινής Διαθήκης συνοψίζει ο Δαμασκηνός Ιωάννης ως εξής, "τής δε Νέας Διαθήκης, Ευαγγέλια τέσσαρα, το κατά Ματθαίον, το κατά Μάρκον, το κατά Λουκάν, το κατά Ιωάννην, Πράξεις των αγίων Αποστόλων δια Λουκά του Ευαγγελιστού, καθολικαί επιστολαί επτά, Ιακώβου μία, Πέτρου δύο, Ιωάννου τρείς, Ιούδα μία. Παύλου Αποστόλου Επιστολαί δεκατέσσαρες, Αποκάλυψις Ιωάννου Ευαγγελιστού, Κανόνες των αγίων αποστόλων (καί επιστολαί δύο) δια Κλήμεντος".12
Ως μέρος του κανόνος αναφέρονται Επιστολαί δύο Κλήμεντος και "αι Διαταγαί υμίν τοις επισκόποις δι' εμού Κλήμεντος, εν οκτώ βιβλίοις προσπεφωνημέναι, ας ου χρή δημοσιεύειν επί πάντων δια τα εν αυταίς μυστικά ..." εις τον 85ον κανόνα των αγίων αποστόλων.13
Σημειωτέον ότι η Αποκάλυψις του Ιωάννου λείπει από τον κανόνα του 85ου κανόνος τούτου των αγίων αποστόλων ως και από τους κανόνας της Λαοδικείας, του Γρηγορίου του Θεολόγου και του Αμφιλοχίου Ικονίου, όστις γράφει, "τήν δ' Αποκάλυψιν του Ιωάννου πάλιν, τινές μεν εγκρίνουσιν, οι πλείονες δε γε Νόθον λέγουσιν".14
Ο ίδιος Αμφιλόχιος συνοψίζει τα υπόλοιπα προβλήματα περί του κανόνος της Καινής Διαθήκης ως εξής, "τινές δε φασι την προς Εβραίους νόθον, ουκ εύ λέγοντες, γνησία γαρ η χάρις. Είεν. Τί λοιπόν; Καθολικάς επιστολάς τινές μεν επτά φασιν, οι δε τρεις μόνας χρήναι δέχεσθαι, την Ιακώβου μίαν, μίαν τε Πέτρου, του τ' Ιωάννου μίαν. Τινές δε τας τρείς, και προς αυταίς τας δύο Πέτρου δέχονται, την Ιούδα δι' εβδόμην".15
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, όστις από τον κανόνα παραλείπει τα αναγινωσκόμενα όλα της τε Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης του Μεγάλου Αθανασίου αλλά και την Αποκάλυψιν του Ιωάννου, γράφει μετά την παράθεσιν των κανονικών βιβλίων των δύο Διαθηκών, "Εί τι δε τούτων εκτός, ουκ εν γνησίαις".16
Εξ επόψεως της επί της θεώσεως βασιζομένης ερμηνευτικής παραδόσεως των Πατέρων σημασίαν έχει το γεγονός ότι υπάρχει απόλυτος ομοφωνία της παραδόσεως περί των κανονικών και των αναγινωσκομένων βιβλίων της Αγίας Γραφής και συγχρόνως δύναται να υπάρχουν και ωρισμέναι αβεβαιότητες, χωρίς ποτέ να κινδυνεύη η ορθόδοξος πίστις. Τούτο διότι η θέωσις είναι χάρις του Θεού, καθ' ήν ο θεούμενος ακούει άρρητα ρήματα, ώστε τα προς τους ανθρώπους εν ρητοίς λεχθέντα είναι του θεουμένου προφήτου, αποστόλου και αγίου κτιστά, ουδαμώς τα κτιστά ταύτα συγχέονται με τα άρρητα άκτιστα ρήματα τα υπερβαίνοντα παντελώς τα ρήματα και τα νοήματα των ανθρώπων. Παρά ταύτα τα ρηθέντα είναι θεόπνευστα, και απλανώς οδηγούν τους εν τη Εκκλησία οδεύοντας την οδόν των θεουμένων εις την θέωσιν. Εκτός της οδού ταύτης τα ίδια ρηθέντα οδηγούν εις την πλάνην.
Βάσει όμως των περί αποκαλύψεως προϋποθέσεων του Αυγουστίνου οι Φραγκολατίνοι και οι απόγονοι αυτών ωδηγήθησαν προς μίαν περί κατά γράμμα θεοπνευστίας αντίληψιν, καθ' ήν τα λόγια της Αγίας Γραφής εγράφησαν καθ' υπαγόρευσιν του Αγίου Πνεύματος. Μάλιστα επίστευσαν ότι ο Θεός εδημιούργησε την γλώσσαν του Αδάμ μαζί με την ψυχήν του.
Περί ακτίστων θείων ρημάτων εδίδασκον οι Ευνομιανοί, ίνα στηρίξουν την αίρεσίν των, ότι τάχα ο Θεός απεκάλυψε τα αιώνια ονόματα της ακτίστου θείας ουσίας. Εναντίον της αιρέσεως ταύτης εστράφησαν οι Πατέρες της Εκκλησίας, τονίζοντες ότι η εμπειρία της μετά του Θεού ενώσεως των θεουμένων είναι υπέρ τα ονόματα, ρήματα, νοήματα, κ.λ.π. και ότι πάντα τα ονόματα και τα εν χρήσει ρητά αποδίδοντα νοήματα είναι εκ της περί κτισμάτων εμπειρίας των ανθρώπων και ούτε άκτιστα ούτε υπό του Θεού κτιστά είναι.
Παρά ταύτα αι απόψεις αυταί των ελληνοφώνων Ρωμαίων Πατέρων δεν αναγράφονται εις ουδεμίαν ιστορίαν της φιλοσοφίας και της γνωσιολογίας των απογόνων των Φραγκολατίνων, παρ' ότι είναι απόλυτα σύμφωνοι με τα συμπεράσματα των νεωτέρων περί γνωσιολογίας θεωριών, αίτινες ανέτρεψαν τας περί γλώσσης θεωρίας του δυτικού μεσαίωνος και μαζί με τας θεωρίας ταύτας και τας συγγενείς προς τους Φραγκολατίνους θεωρίας περί θεοπνευστίας της Αγίας Γραφής.
Η ανιστόρητος των Δυτικών αξιολόγησις των πραγμάτων φαίνεται εκ του γεγονότος ότι ουδείς σημειώνει τας ορθάς εν προκειμένω απόψεις των ελληνοφώνων Ρωμαίων Πατέρων, αλλά όλοι συγκαταλέγουν μεταξύ των ηγετών της δυτικής Αναγεννήσεως ανθρώπους ωσάν τον Δάντε, τον Πετράρχην και τον Έρασμον, οίτινες παρεδέχοντο τας περί γλώσσης και θεοπνευστίας πλάνας του δυτικού μεσαίωνος.
Αλλά παραδοξώτεροι των Δυτικών είναι οι σημερινοί απόγονοι των ελληνοφώνων Ρωμαίων Πατέρων, οίτινες περιφρονούν ή μάλλον αγνοούν παντελώς τας επί του θέματος κατά πάντα ορθάς απόψεις της παραδόσεώς των και συγχρόνως παραδέχονται τας περί Αναγεννήσεως και μεσαίωνος αντιλήψεις των δυτικών ιστορικών, τας οποίας εφαρμόζουν εις την ιστορίαν της μεσαιωνικής ελληνικής σκέψεως, νομίζοντες ότι ευρίσκουν και εις την Ανατολήν Αναγέννησιν ως εις την Δύσιν.
Ούτω βλέπομεν σημερινούς ιστορικούς να ομιλούν περί βυζαντινής Αναγεννήσεως εις την οποίαν αντιστρατεύοντο τάχα δεισιδαίμονες και αγράμματοι μοναχοί, δηλαδή μοναχοί οι οποίοι ήσαν οπαδοί της πατερικής διδασκαλίας περί τελειώσεως, αποκαλύψεως, θεοπνευστίας, κολάσεως, οι οποίοι κατ' αυτούς ήσαν οι δήθεν καθυστερημένοι, ενώ οι της δήθεν βυζαντινής Αναγεννήσεως οπαδοί των ειδολωλατρικών θεωριών των αρχαίων φιλοσόφων και των Λατινοφρόνων εμφανίζονται ως οι προοδευτικοί.17
Ο Δάντε, ο Πετράρχης και ο Έρασμος και άλλοι ήσαν δια την Δύσιν αυτό το οποίον ήσαν. Δια τον Ρωμηόν όμως αυτοί οι πρόδρομοι της Αναγεννήσεως εις την Δύσιν ήσαν δεισιδαίμονες και οπισθοδρομικοί. Τα έργα του Δάντε περί κολάσεως, καθαρτηρίου πυρός, παραδείσου και δημιουργηθείσης υπό του Θεού γλώσσης είναι μνημεία αγραμματωσύνης και δεισιδαιμονίας εξ επόψεως της ελληνοφώνου ρωμαϊκής πατερικής παραδόσεως, του ρωμαίϊκου μοναχισμού και των ελληνικών γραμμάτων της ιδίας εποχής.
Το κατάντημα του συγχρόνου προσανατολισμού ημών φαίνεται σαφώς από το γεγονός ότι οι σημερινοί Έλληνες διανοούμενοι δέχονται περίπου τας περί Αναγεννήσεως αξιολογήσεις των Δυτικών, αγνοούν δε, την περί των ιδίων θεμάτων γνώμην των ελληνοφώνων Ρωμαίων Πατέρων της παλαιοτέρας και της ιδίας εποχής, και συγχρόνως προσπαθούν να αποδείξουν ότι Έλληνές τινες εγέννησαν την λεγόμενην Αναγέννησιν της Δύσεως κυρίως μετά την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως, διότι μετέφερον εις την Δύσιν την αρχαίαν ελληνικήν σκέψιν.18
Παρά την μεταφοράν ταύτην, όμως και οι της Αναγεννήσεως πρωταγωνισταί Δυτικοί παρέμειναν εις την φιλοσοφίαν και θεολογίαν των δεισιδαίμονες και οπισθοδρομικοί ως συνέβη και με τους Προτεστάντας. Μόνον μετά τας κατακτήσεις εις τας θετικάς επιστήμας ήρχισαν οι Δυτικοί να μετακινούνται από τας φραγκολατινικάς των θέσεις εις τα εν προκειμένω θέματα.
Επειδή όμως φαντάζονται ότι αι θέσεις αυταί είναι της Αγίας Γραφής και δεν συνέλαβον ακόμη το γεγονός ότι ανήκουν όχι εις την Βίβλον αλλά εις την φραγκολατινικήν παράδοσιν, ήτις τυγχάνει να συμφωνή γενικώς με την αρχαίαν περί κόσμου αντίληψιν των ειδωλολατρών Λατίνων και Ελλήνων, καταβάλλουν σήμερον προσπαθείας οι δυτικοί ερμηνευταί να απομυθεύσουν την Γραφήν. Αλλά εξ ορθοδόξου επόψεως δεν χρήζει η Γραφή απομυθεύσεως αλλά η κοσμολογία όχι μόνον του μεσαίωνος, αλλά και της Αναγεννήσεως και της Μεταρρυθμίσεως εν τη Δύσει.
Πρέπει να τονισθή δεόντως, χάρις εις την περί ελληνοφώνου ρωμαϊκής πατερικής θεολογίας και ερμηνευτικής, αγνοίαν των συγχρόνων ορθοδόξων μη θεολόγων διανοουμένων, ότι η Αναγέννησις εις την Δύσιν είχεν ως αποτέλεσμα ναι μεν την απελευθέρωσιν της Δύσεως από τα δεσμά της μεσαιωνικής συνθέσεως του φραγκολατινικού εκκλησιαστικού δεσποτισμού, αλλά επέρασαν αρκετοί αιώνες πριν απελευθερωθή η δυτική σκέψις από την κοσμολογίαν της ελληνικής, λατινικής και φραγκολατινικής μυθολογικής κοσμογονίας.
Η σύνθεσις των τριών τούτων κοσμολογιών εύρε την κλασσικήν δια την Δύσιν έκφρασιν εις τα έργα του Δάντε, από τα οποία θα τρομάξη και ο τελευταίος Ρωμηός χωρικός, αν τα διαβάση και θα απορή δια τους θαυμάζοντας τα τοιαύτα "μορφωμένους" νεοέλληνας "διανοουμένους".
Πάντως αποτέλεσμα της περί κατά γράμμα θεοπνευστίας διδασκαλίας των Φραγκολατίνων ως και της αρχαιολατρείας των διανοουμένων της Αναγεννήσεως ήτο ότι ενδιαφέρθησαν οι Δυτικοί να μάθουν την γνησίαν μορφήν των τριών γλωσσών του Θεού, των Εβραϊκών, των Ελληνικών και των Λατινικών και να εξακριβώσουν την ακριβή μορφήν της αποκαλύψεως δια της κατοχής του αρχικού και γνησίου κειμένου της Αγίας Γραφής. Ούτως εγεννήθη εκ τοιούτων προϋποθέσεων η επιστήμη της κριτικής του κειμένου της Αγίας Γραφής εν τη Δύσει. Τα αρχικά ελατήρια ταύτα ολίγην σχέσιν είχον με τα κριτικά ενδιαφέροντα της ελληνοφώνου ρωμαϊκής πατερικής θεολογίας και της ερμηνευτικής αυτής μεθόδου.
Βάσει τοιούτων προϋποθέσεων οι Προτεστάνται ωδηγήθησαν εις το συμπέρασμα ότι μόνον το αρχικόν κείμενον εις την αρχικήν γλώσσαν έχει απόλυτον κύρος, διότι τάχα μόνον εις τας αρχικάς γλώσσας ωμίλησεν ο Θεός εν ταις Γραφαίς εις τους ανθρώπους. Ούτως εκλόνισαν το κύρος των ελληνικών και των λατινικών μεταφράσεων της Αγίας Γραφής, αλλά επετέθησαν και κατά της μεταφράσεως των Ο' της Παλαιάς Διαθήκης. Εντός τοιούτων πλαισίων δεν εκπλήσσει η υποψία Προτεσταντών τινών ότι κάτι εχάθη εις την μεταφοράν των λεχθέντων του Χριστού από την μητρικήν του γλώσσαν εις την Ελληνικήν της Καινής Διαθήκης. Μετά πολλαπλασιάζεται το κακόν δια τους ούτω δεχομένους την θεοπνευστίαν από το γεγονός ότι η Παλαιά Διαθήκη εγράφη Εβραϊστί ενώ ο Χριστός ωμίλει εις το πλήθος Αραμαϊστί και ίσως Ελληνιστί.
Πάντως ίνα έχη τις ιδέαν περί της "αιρέσεως των τριών γλωσσών", ως την εχαρακτήρησαν οι ελληνόφωνοι Ρωμαίοι Ιεραπόστολοι μεταξύ των Σλαύων, οι αντιμετωπίσαντες τα επιχειρήματα των Φράγκων των ισχυριζομένων ότι δεν επιτρέπεται η χρήσις της Σλαυϊκής, διότι δεν απεκαλύφθη μέσω αυτής ο Θεός, παραθέτομεν όχι από Φράγκον θεολόγον, αλλά από δήθεν πατέρα της ιταλικής Αναγεννήσεως και σύγχρονον του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, σήμερον χαίροντα μεγαλυτέρας εν Ελλάδι εκτιμήσεως, από τον μεγάλον τούτον θεολόγον της αποφατικής θεολογίας, τα εξής, "λέγομεν ότι εδημιουργήθη μορφή τινα γλώσσης υπό του Θεού μετά της πρώτης ψυχής. Και λέγω "μορφή", και όσον αφορά εις τας λέξεις και τας συνθέσεις αυτών, αλλά και εις την έκφρασιν της συνθέσεως ταύτης, και την μορφήν ταύτην εκάστη γλώσσα ομιλούντων ανθρώπων θα εχρησιμοποίη, εάν δεν διεσκορπίζετο εξ υπαιτιότητος της ανθρωπίνης αλαζονείας, ως θα δείξωμεν κατωτέρω". "Εις αυτήν την μορφήν γλώσσης ωμίλησεν ο Αδάμ, εις αυτήν την μορφήν γλώσσης ωμίλησαν όλοι οι απόγονοι του Αδάμ μέχρι της οικοδομής του πύργου της Βαβέλ, ο οποίος ερμηνεύεται, πύργος συγχύσεως, και αυτήν την μορφήν γλώσσης εκληρονόμησαν οι υιοί του Έβερ, οίτινες εξ αυτού ωνομάζοντο Εβραίοι. Μόνον εις αυτούς έμεινεν αύτη μετά την σύγχυσιν, ίνα ο Λυτρωτής ημών (Όστις κατά το ανθρώπινον Αυτού θα εξεπήγαζεν εξ αυτών) χρησιμοποιήση, όχι την γλώσσαν της συγχύσεως, αλλά της Χάριτος. Επομένως η Εβραϊκή ήτο η γλώσσα, την οποίαν τα χείλη του πρώτου ομιλούντος εσχημάτισαν".19
Εν πάση περιπτώσει εκ τοιούτων περί γλώσσης απόψεων εξεκίνουν και οι Διαμαρτυρόμενοι εις την ερμηνευτικήν και κριτικήν αυτών εργασίαν. Εν συνδυασμώ δε με τας περί θεοπνευστίας αντιλήψεις των απέκτησε δι' αυτούς τόσην σημασίαν η ακρίβεια περί του αρχικού κειμένου δια του οποίου ενόμιζον ότι θα κατέχουν ασφαλεστέραν την αλήθειαν.
Πάντως ακριβώς δια τους ιδίους λόγους ουδέποτε ηδυνήθησαν να καταλάβουν οι Διαμαρτυρόμενοι, αλλά και οι Παπικοί (άν και απέδιδον μεγάλην σημασίαν εις την Βουλγάταν), πώς οι Ορθόδοξοι εθεώρουν εξ ίσου θεόπνευστον μετά του Εβραϊκού κειμένου και την μετάφρασιν των Ο'.
Εξ ορθοδόξου επόψεως εκείνο το οποίον κάμνει το κείμενον θεόπνευστον δεν είναι αι αρχικαί λέξεις καθ' εαυταί, αλλά η υπό θεουμένων ερμηνεία του κειμένου, διότι όσον ακριβές προς το πρωτότυπον και αν είναι το κείμενον, εις χείρας μη θεουμένων και εκτός της κοινωνίας αυτών ευρισκομένων δεν ωφελεί. Και τα ίδια τα υπό των προφητών και των αποστόλων ιδιοχείρως γραφόμενα και αν είχον ούτοι ίνα διαβάσουν και μελετήσουν πάλιν κεκρυμμένον από αυτούς θα είναι το μέγα της ευσεβείας μυστήριον. Και τούτο, διότι θεόπνευστον δεν είναι το κείμενον καθ' εαυτό, αλλά θεόπνευστος είναι ο γράφων αυτό θεούμενος, ή θεόπνευστα τα περί θεουμένου γραφόμενα, αλλά μόνον, όταν υπό θεουμένου ερμηνεύονται.
Όχι μόνον ο γράφων αλλά και ο διαβάζων πρέπει να γνωρίζη γράμματα. Όχι μόνον ο γράφων περί μαθηματικής πρέπει να γνωρίζη μαθηματικήν, αλλά και ο διαβάζων και ο ερμηνεύων τα γραφόμενα του μαθηματικού πρέπει να γνωρίζη την μαθηματικήν. Το ίδιον ακριβώς ισχύει δια την δια κειμένων μετάδοσιν οιασδήποτε επιστήμης. Και δια ποίον λόγον να εξαιρήται η Αγία Γραφή; Εν αυτή αναγράφεται η περί Θεού και της βασιλείας και δόξης Αυτού εμπειρία των θεουμένων προφητών και αποστόλων. Πώς να μην ισχύει ο γενικός αυτός επιστημονικός κανών και εις αυτήν την περίπτωσιν; Ότι δηλαδή οι ορθώς αναγινώσκοντες και ερμηνεύοντες την εμπειρίαν ταύτην των θεουμένων είναι οι ανήκοντες εις την εν Χριστώ κοινωνίαν των θεουμένων;
Οι ορθόδοξοι οι αναθέτοντες εις ετεροδόξους τα καθήκοντα ερμηνείας της Αγίας Γραφής ομοιάζουν με τον μη γνωρίζοντα γράμματα χωρικόν, όστις άμα τη λήψει επιστολής τρέχει εις τον εξ ίσου αγράμματον εξάδελφόν του να την διαβάση, ή με τον μη γνωρίζοντα μαθηματικήν, όστις παρακαλεί τον μη γνωρίζοντα μαθηματικήν να του διαβάση και να του ερμηνεύση κείμενον περί μαθηματικής. Ούτως αναθέτουν ορθόδοξοι τινες κείμενα περί θεουμένων εις ερμηνευτάς, οίτινες δεν έχουν ιδέαν περί θεώσεως. Επειδή όμως πρόκειται περί μορφωμένων ετεροδόξων με σπουδαίαν επιστημονικήν κατάρτισιν, παρατηρούμεν ότι αι καταβληθείσαι υπ' αυτών προσπάθειαι ερμηνείας της ιστορίας των θεουμένων με κριτήρια ξένα προς την θέωσιν, ομοιάζουν με τους αρχαίους περί ουρανίων σωμάτων επιστήμονας, οίτινες προσεπάθουν να ανιχνεύσουν τα μυστήρια των ανθρωπίνων πραγμάτων, μέσω των αστέρων, του ηλίου και της σελήνης. Εγνώριζον πολλά περί των ουρανίων σωμάτων. Όμως ούτε ιστορικοί και κοινωνιολόγοι ήσαν ούτε αστρονόμοι. Ήσαν αστρολόγοι.
Ούτω και οι σύγχρονοι ετερόδοξοι ερμηνευταί και θεολόγοι και τα πνευματικά "ορθόδοξα" τέκνα αυτών, γνωρίζουν καταπληκτικά πολλά περί της ιστορίας του Ισραήλ και της Εκκλησίας του Χριστού εν τη Καινή Διαθήκη και εντεύθεν. Γνωρίζουν καλά τα σχετικά κείμενα. Γνωρίζουν καλά τα σχετικά κείμενα. Γνωρίζουν πάρα πολλά περί της ιστορίας των θρησκευμάτων της εποχής και της περιοχής της ακμής των προφητών, των αποστόλων και των αγίων. Παρά ταύτα δεν γνωρίζουν ούτε του Ισραήλ την ιστορίαν, ούτε του Χριστού τον βίον και την διδασκαλίαν, ούτε των προφητών και των αποστόλων τον βίον και την διδασκαλίαν, ούτε των αγίων, ούτε της Εκκλησίας, διότι πάντα ταύτα είναι κεκρυμμένα εν τω μυστηρίω της θεώσεως και αποκεκαλυμμένα μόνον εις τους θεουμένους και τους πιστούς της ορθοδόξου "Παραδόσεως", δηλαδή εις τους εν θεωρία γενομένους θεολόγους και όχι εις τους αστρολόγους περί της χριστιανικής πίστεως.
Πάντως αι διδασκαλίαι των Φραγκολατίνων, Παπικών και Προτεσταντών περί γλώσσης μέχρι της συγχρόνου εποχής, ως εκφράζονται εις τα ανωτέρω παρατεθέντα υπό του Δάντε, έχουν ομοιότητα με την διδασκαλίαν των Ευνομιανών, οίτινες και αυτοί ισχυρίζοντο ότι ο Θεός εδημιούργησε τα ονόματα των πραγμάτων εις την εβραϊκήν γλώσσαν μάλιστα και προ της κτίσεως ακόμη των πρωτοπλάστων. Εναντίον των θεωριών αυτών έγραψεν ο Μέγας Βασίλειος.20 Ο Ευνόμιος απήντησεν εις τον Μέγαν Βασίλειον, όστις είχεν εκδημήσει προς Κύριον. Ανέλαβε την συνέχισιν του αγώνος εναντίον του Ευνομίου ο αδελφός αυτού άγιος Γρηγόριος Νύσσης.21 Μετά τέσσαρας αιώνας ο Μέγας Φώτιος εχαρακτήρισε τα έργα του Γρηγορίου Νύσσης ως τα καλύτερα επί του θέματος.22
Παραθέτομεν τα εξής αποσπάσματα, "αλλά διασαλεύει (ο Ευνόμιος) τον διδάσκαλον ημών (τόν Μέγαν Βασίλειον) και περισύρει τον λόγον, όν περί της επινοίας εκείνός φησι και κατορχείται των ειρημένων, πάλιν συνήθως τω κρότω των λεξειδίων ενσατυρίζων τοίς ρήμασι, και φησιν, ών σφετερίζεται την ερμηνείαν, τούτων επαισχύνεται την μαρτυρίαν. Απαγγείλας γαρ τι μέρος των κατ' επίνοιαν θεωρηθέντων τω διδασκάλω, εν οίς εκείνος ου μόνον επί των ματαίων ενεργόν έφασκε τής επινοίας είναι την χρήσιν, αλλ' έχειν τινά και πρός τα μείζω δύναμιν, δια του κατά τον σίτον και το σπέρμα και την τροφήν θεωρήματος επάγει τα ειρημένα, τη έξωθεν αυτόν φιλοσοφία κατακολουθείν αιτιώμενος, και περικόπτειν την του Θεού κηδεμονίαν φησί, μη ομολογούντα παρ' εκείνου τάς ονομασίας τεθείσθαι τοίς πράγμασι, και συμμαχείν αυτόν τοίς αθέοις και κατά τής προνοίας οπλίζεσθαι, και την εκείνων γνώμην προ των νόμων θαυμάζειν κακείνοις πλείον εις σοφίαν νέμειν, ουκ επεσκεμμένον τούς πρώτους των λόγων, ότι μήπω παραχθέντων των ανθρώπων εις γένεσιν η του καρπού και του σπέρματος επωνυμία παρά τής Γραφής ωνομάσθη. Ταύτα καθ' ημών παρ' αυτού τα εγκλήματα, ουχ ούτως γεγραμμένα τοίς εκείνου ρήμασι τα νοήματα, αλλά τοσούτον υπήλλακται παρ' ημών η φράσις, όσον το τραχύ τε και δύσηχον τής συντάξεως των ειρημένων επανορθώσασθαι. Τί ουν ημείς, τί πρός τον κηδεμόνα τής θείας προνοίας αποκρινόμεθα; Αδικείν ημάς λέγει ότι το μεν λογικόν γεγενήσθαι παρά του Θεού τον άνθρωπον ουκ αρνούμεθα, τάς δε των ρημάτων ευρέσεις εις την λογικήν δύναμιν την εντεθείσαν παρά του Θεού τη φύσει των ανθρώπων ανάγομεν. Και τούτό εστι το χαλεπώτατον των εγκλημάτων, δι' ου πρός την των αθέων γνώμην αυτομολείν ο διδάσκαλος (Μ. Βασίλειος) τής ευσεβείας κατηγορείται και συνηθείας εκθέσμου κληρονόμος και συνήγορος και πάντα ονομάζεται τα δεινότατα. Ειπάτω τοίνυν ο διορθωτής των ημετέρων πταισμάτων, ο Θεός έθετο τάς προσηγορίας τοίς ούσιν; Τούτο γαρ φησιν ο νέος εξηγητής των μυστικών δογμάτων, ότι βλάστην και βοτάνην και χόρτον και σπέρμα και ξύλον και τα τοιαύτα κατωνόμασε προ τής του ανθρώπου κατασκευής ο Θεός εν τω παράγειν εις κτίσιν τα γεγονότα δια προστάγματος. ... Τοιαύτη του προσφάτου Θεού η φύσις δια τής ακολουθίας των ειρημένων υπό του νέου θεοποιού αναπέφηνεν. Αλλά αντιλαμβάνεται των γεγραμμένων και φησι ταύτα τον Μωϋσέα διαρρήδην βοάν ότι είπεν ο Θεός, και προστίθησι τα ρήματα, το Γενηθήτω φώς και Γενηθήτω στερέωμα και Συναχθήτω τα ύδατα και Οφθήτω η ξηρά και Βλαστησάτω η γη και Εξαγαγέτω τα ύδατα και πάντα όσα καθεξής αναγέγραπται.Ουκούν εξετάσωμεν την των ειρημένων διάνοιαν. Τίς ουκ οίδε και των κομιδή νηπίων ότι φυσικήν έχει πρός άλληλα σχέσιν ακοή τε και λόγος, και ως ουκ έστιν ακοήν ενεργήσαι μηδενός φθεγγομένου, ούτως ουδέ λόγον ενεργόν είναι μη πρός ακοήν ευθυνόμενον. Ει ουν λέγει το ειρηκέναι τον Θεόν, υποδειξάτω ημίν και την ακοήν πρός ήν είρηκεν. Ή πρός εαυτόν ταύτα λέγειν φήσει; Ουκούν εαυτώ προστάσσει ταύτα εγκελευόμενος. Και τίς τούτο δέξεται, καθήσθαι τον Θεόν το πρακτέον εαυτώ διατάττοντα και εαυτώ διακόνω των προσταγμάτων και υπηρέτη χρώμενον; Ει δε και τούτο δοίη τις ευαγές είναι λέγειν, τίς εφ' εαυτού ρημάτων εδεήθη και λόγων, καν άνθρωπος ή; Αρκεί γαρ εκάστω τής διανοίας η κίνησις την τής προαιρέσεως ορμήν εμποιήσαι. Αλλά τω Υιώ διαλέγεσθαι πάντως ερεί. Και τίς ήν χρεία πρός τούτο φωνής; Ίδιον γαρ τής ενσωμάτου φύσεως το δια ρημάτων εξαγγέλλειν τα τής καρδίας νοήματα, όθεν και ισοδυναμούσα τη χρήσει τής φωνής η δι' επινοίας των γραμμάτων εξεύρηται δήλωσις, ...... Ει ουν ρήματα φθέγγεται ο Θεός, πάς δε λόγος επί ακοής ενεργείται, οι δημηγορείν τον Θεόν εν διεξοδικοίς λόγοις αποφαινόμενοι γνωρισάτωσαν ημίν και το των θείων λόγων ακροατήριον. Πρός εαυτόν λαλείν ουκ εδέετο, ο Υιός απροσδεής ήν τής εκ ρημάτων διδασκαλίας, το Πνεύμα το Άγιον πάντα, φησίν, ερευνά, και τα βάθη του Θεού, η κτίσις ούπω ήν, πρός τίνα ο λόγος εγίνετο; Αλλ' ου ψεύδεται, φησίν (ο Ευνόμιος), η του Μωϋσέως Γραφή, δι' ής το ειρηκέναι τι τον Θεόν αποφαίνεται. Ουδέ γαρ ο μέγας Δαβίδ των ψευδομένων εστί, λέγει δε σαφώς ούτως κατά λέξιν ότι οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού και ποίησιν χειρών αυτού αναγγέλλει το στερέωμα, ημέρα τη ημέρα ερεύγεται ρήμα και νύξ αναγγέλλει γνώσιν νυκτί. Και ειπών διηγείσθαι τούς ουρανούς και το στερέωμα και παρά τής ημέρας και τής νυκτός απαγγέλλεσθαι γνώσιν και ρήματα, πάλιν επάγει τοίς ειρημένοις ότι ταύτα λαλιαί ουκ εισίν ουδέ λόγοι ουδέ φωναί τούτων ακούονται. Πώς ουν διηγήματα και αναγγελίαι και ρήματα λαλιαί ουκ εισίν ουδέ φωνή δια τής ακουστικής αισθήσεως εγγινομένη; Άρα μάχεται πρός εαυτόν ο προφήτης; Άρά τι των ουκ ενδεχομένων διέξεισιν, άφθογγον ρήμα και διήγησιν άλαλον και αγγελίαν δίχα φωνής διδάσκων; Ή παντός μάλλον αληθής η προφητεία η τούτο δια των ειρημένων διδάσκουσα, ότι το διήγημα το ουράνιον και το ρήμα το παρά τής ημέρας βοώμενον φωνή μεν έναρθρος ουκ έστιν ούτε λαλιά δια στόματος, διδασκαλία δε τής θείας δυνάμεως γίνεται τοίς επαΐειν επισταμένοις σιωπώσης φωνής;
Τί ουν περί τούτων υπειλήφαμεν; (τάχα γαρ εάν τούτο νοήσωμεν, και το παρά Μωϋσέως νενοηκότες εσόμεθα;)"23 Ο άγιος Γρηγόριος αποδεικνύει ότι η Αγία Γραφή "ου πάντως επί Θεού φωνήν και ρήμα η του ειπείν λέξις ενδείκνυται, αλλά τω βουλήματι του Θεού σύνδρομον αποφαίνουσα την δύναμιν, αισθητικώτερον ημίν την νοητήν υποδείκνυσι θεωρίαν". Όταν δε ο Θεός αποκαλύπτεται εις τους ανθρώπους μέσω λέξεων, χρησιμοποιεί την γλώσσαν των ακροατών την οποίαν σχηματίζει δι' αέρος. Εις δε τους προφήτας και τους αποστόλους αποκαλύπτεται και υπεραισθητώς και υπερνοητώς, δηλαδή υπέρ την γλώσσαν δι' αρρήτων ρημάτων. Πάντως ο Θεός ουδεμίαν γλώσσαν ανθρώπων έκτισεν, ούτε προ του πύργου της Βαβέλ.
Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης συνοψίζει την διδασκαλίαν της Εκκλησίας ως εξής, " ει δε τις την επί τής πυργοποιΐας σύγχυσιν ως εναντιουμένην τοίς ειρημένοις προφέρει, ουδέ εκεί ποιείν λέγεται γλώσσας ο Θεός των ανθρώπων, αλλά συγχείν την ούσαν, ως αν μη πάντες πάντων ακούοιεν ... ώστε μένει παγίως ημίν ο λόγος ο τάς ανθρωπίνας φωνάς τής ημετέρας διανοίας ευρήματα είναι διοριζόμενος. Ούτε γαρ εξ αρχής, έως ομόφωνον άπαν ήν εαυτώ το ανθρώπινον, Θεού ρημάτων τινά διδασκαλίαν γεγενήσθαι τοίς ανθρώποις παρά τής Γραφής μεμαθήκαμεν ούτε εις ποικίλας γλωσσών διαφοράς διατμηθέντων όπως αν έκαστος φθέγγοιτο θείος επεστάτησε νόμος, αλλά θελήσας ο Θεός τούς ανθρώπους εν άλλαις γενέσθαι γλώσσαις αφήκεν οδώ την φύσιν πορεύεσθαι κατά το αρέσκον διαρθρούσαν παρ' εκάστοις τον ήχον πρός την των ονομάτων σαφήνειαν. Ο τοίνυν Μωϋσής πολλαίς ύστερον γενεαίς τής πυργοποιΐας γενόμενος μια των μετά ταύτα κέχρηται γλώσση ιστορικώς την κοσμογένειαν ημίν διηγούμενος και τινας τω Θεώ προσάπτει φωνάς, τη εαυτού γλώσση καθ' ήν πεπαίδευτό τε και συνείθιστο ταύτα διεξιών και ουκ εξαλλάσσων τάς του Θεού φωνάς αλλοιοτρόπω τινί και ξενίζοντι φωνής χαρακτήρι, ώστε δια του ξένου τής συνηθείας και παρηλλαγμένου των ονομάτων αυτού του Θεού είναι τάς φωνάς κατασκευάζειν, αλλά τη συνήθει χρώμενος γλώσση ομοίως τα τε εαυτού και τα του Θεού διεξέρχεται. Φασί δε τινες των επιμελέστερον ταίς θείαις Γραφαίς επηκολουθηκότων μηδέ αρχαΐζειν την Εβραίων φωνήν καθ' ομοιότητα των λοιπών (αυτή είναι η σήμερον αρχαιολογικώς και φιλολογικώς αποδεδειγμένη πλέον γνώμη και όχι τα ανιστόρητα του Δάντε και των Φραγκολατίνων), αλλά μετά των άλλων θαυμάτων και τούτο τοίς Ισραηλίταις θαυματοποιηθήναι, το την γλώσσαν ταύτην αθρόως μετά την Αίγυπτον ενσχεδιασθήναι τω έθνει. Και τις εστί του προφήτου λόγος το τοιούτον πιστούμενος, εν γαρ τω εξελθείν αυτόν, φησίν, εξ Αιγύπτου τότε γλώσσαν ήν ουκ έγνω ήκουσεν. Ει ουν Εβραίος μεν Μωϋσής, τελευταία δε των άλλων η των Εβραίων φωνή, ο μετά την του κόσμου σύστασιν τοσαύταις ετών χιλιάσιν ύστερον γεγονώς και τη καθ' εαυτόν φωνή τάς του Θεού διηγούμενος ρήσεις άρ' ουχί σαφώς διδάσκει το μη τοιαύτην φωνήν την κατά άνθρωπον σχηματιζομένην αναγράφειν επί του Θεού, αλλά ταύτα μεν λέγειν δια το μηδέ δυνατόν είναι το νοηθέν ετέρως ειπείν ή ανθρωπίναις φωναίς, σημαίνειν δε δια των λεγομένων θεοπρεπή τινα και μεγαλοφυεστέραν διάνοιαν; Το γαρ οίεσθαι τη Εβραΐδι γλώσση τον Θεόν κεχρήσθαι μηδενός όντος του τοιαύτης φωνής επαΐοντος ουκ οίδα πώς ο λελογισμένος συνθήσεται. Εν ταίς Πράξεσι μεμαθήκαμεν δια τούτο την θείαν δύναμιν εις πολλάς διεσχίσθαι φωνάς, ως αν μηδείς των ετερογλωσσών αποστεροίτο τής ωφελείας. Ο δε Θεός προ τής κτίσεως ανθρωπικώς διελέγετο τίνα ωφελείν μέλλων εκ τής τοιαύτης φωνής; Το μεν γαρ συνδιατίθεσθαι τη των ακουόντων δυνάμει τον λόγον πρός τον τής ωφελείας σκοπόν, ουδέν αν τις ανάξιον τής θείας είναι φιλανθρωπίας υποτυπήσειεν, επεί και Παύλος ο μιμητής του Κυρίου πρός τάς των ακουόντων έξεις οίδεν αρμοδίως τον λόγον μεταχειρίζεσθαι, γάλα τοίς νηπίοις γινόμενος και στερεά τοίς τελείοις τροφή. Το δε μηδενός κατορθουμένου σκοπού δια τής τοιαύτης του λόγου χρήσεως έπειτα κατασκευάζειν τοιάδε τινά ρήματα τον Θεόν εφ' εαυτού ραψωδείν, ουκ όντος του δεομένου τής δια των τοιούτων φωνών σημασίας, ουκ οίδα πώς εστι μη καταγέλαστον άμα και βλάσφημον το τοιούτον οίεσθαι. Ούτε ουν Εβραία του Θεού η φωνή ούτε καθ' έτερόν τινα τύπον των εν τοίς έθνεσι νενομισμένων προφερομένη, αλλ' όσοι του Θεού λόγοι παρά του Μωϋσέως ή των προφητών εγράφησαν, ενδείξεις εισί του θείου θελήματος άλλως και άλλως κατά την αξίαν των μετεχόντων τής χάριτος τω καθαρώ τε και ηγεμονικώ των αγίων ελλάμπουσαι. Ουκούν εφθέγγετο μεν ο Μωϋσής ως επεφύκει τε και πεπαίδευτο, προσετίθει δε τω Θεώ τάς φωνάς ταύτας καθώς είρηται πολλάκις δια το νηπιώδες των άρτι τη θεογνωσία προσαγομένων πρός εναργή τε παράστασιν του θείου θελήματος και ως αν ευπειθεστέρους απεργάσαιτο τούς ακούοντας τη αξιοπιστία του ειρηκότος δυσωπουμένους".24
Τα περί της γλώσσης της αποκαλύψεως λεχθέντα ταύτα του αγίου Γρηγορίου, γραφέντα μόλις προ της Β' Οικουμενικής Συνόδου τω 381, εν συνδυασμώ με την περί θείων εν τη Αγία Γραφή ονομάτων και κολάσεως και παραδείσου διδασκαλίαν του ιδίου και των Πατέρων γενικώς, δεικνύουν σαφώς πόσον πιο ανεπτυγμένοι ήσαν οι Ρωμαίοι Πατέρες εν συγκρίσει με τους εν τω φραγκολατινικώ κόσμω Πατέρας της λεγομένης ιταλικής και εν συνεχεία ευρωπαϊκής Αναγεννήσεως του 13ου - 16ου αιώνος.
Αι απόψεις του Δάντε και των ομοδόξων αυτού είναι όχι μόνον δεισιδαιμονικαί αλλά και γελοίαι.
Αι απόψεις των Ρωμαίων Πατέρων είναι σοβαραί, ορθαί, και σύγχρονοι, μάλιστα εξ επόψεως φιλοσοφικής και επιστημονικής. Παραλείπομεν την θεολογικήν άποψιν διότι οι δυτικοί θεολόγοι δεν γνωρίζουν την θεολογικήν μέθοδον της Αγίας Γραφής πιστεύοντες ότι αι περί τριορόφου κόσμου σωτηρίας και απωλείας και αι περί γλώσσης απόψεις τύπου Δάντε είναι αυτής ταύτης της Αγίας Γραφής την οποίαν προσπαθούν να απομυθεύσουν. Όπως είδαμεν, ως οι Πατέρες ορθώς ερμηνεύουν, δεν υπάρχουν εν τη Αγία Γραφή τα χρήζοντα απομυθεύσεως.
Πάντως είναι ανιστόρητον να φαντάζεται κανείς ότι 1) ενεφανίσθη κάποιο πολιτιστικόν κίνημα μεταξύ των ελληνοφώνων Ρωμαίων του 14ου αιώνος, το οποίον δύναται να ονομασθή Αναγέννησις και 2) ότι λόγιοι τινες "Έλληνες" μετέφερον το πνεύμα μιας Αναγεννήσεως εις την Δύσιν κατά τα χρόνια της αλώσεως.
Η ωμή αλήθεια είναι ότι οι παραμείναντες πιστοί εις την ρωμαίϊκην πατερικήν παράδοσιν δεν είχον καμμίαν ανάγκην Αναγεννήσεως τύπου Ευρώπης του 13ου - 16ου αιώνος, αφού οι της δυτικής Αναγεννήσεως και εντεύθεν Ευρωπαίοι ουδέποτε έφθασαν τα ύψη των ελληνοφώνων Ρωμαίων Πατέρων. Οι δε Ευρωπαίοι της Αναγεννήσεως ήσαν τυφλοί αρχαιολάτραι κυρίως των αρχαίων Λατίνων οίτινες συνεδύαζον τας φραγκολατινικάς πλάνας και δεισιδαιμονίας αυτών με τας επί των ιδίων θεμάτων πλάνας και δεισιδαιμονίας των αρχαίων ειδολωλατρών Λατίνων και Ελλήνων. Οι μεταβαίνοντες εις την Δύσιν ελληνόφωνοι λόγιοι δεν συνετέλεσαν εις καμμίαν απελευθέρωσιν των Φραγκολατίνων από τας πλάνας και δεισιδαιμονίας των. Τουναντίον ωρισμένοι εξ αυτών, ως ο Βησσαρίων, επρόδωσαν τας ανωτέρω ορθάς θέσεις των ελληνοφώνων Ρωμαίων Πατέρων και έγιναν οπαδοί της φραγκολατινικής πλάνης και δεισιδαιμονίας περί θείας γλώσσης, κολάσεως, καθαρτηρίου πυρός, παραδείσου κ.τ.λ., επισήμως τουλάχιστον, εάν όχι και κατ' ιδίαν.
Έχει επικρατήσει εις την νεωτέραν ορθόδοξον θεολογίαν να αποκαλούνται ως αλάθητοι αι Οικουμενικαί Σύνοδοι εις τα δογματικά θέματα, χωρίς όμως να τονίζεται δεόντως ότι αι Σύνοδοι αύται έθετον τας αποφάσεις των υπό την κρίσιν της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας και ούτως ηρμήνευον ορθώς τη επιστασία του Αγίου Πνεύματος, και οι Πατέρες αυτών ουδόλως επίστευον ότι απέκτησαν μίαν βαθυτέραν κατανόησιν των δογμάτων από ό,τι είχον οι προηγούμενοι Πατέρες, οι απόστολοι και οι προφήται. Ούτω βλέπομεν εις τον όρον της Δ' Οικουμενικής Συνόδου το "Επόμενοι τοίνυν τοις αγίοις Πατράσιν ... "25 και εις τον όρον της ΣΤ' το "Όθεν η καθ' ημάς αγία και οικουμενική Σύνοδος, την από τινων και ώδε χρόνων της δυσσεβείας πλάνην πόρρωθεν απελάσασα, και τη των αγίων και εγκρίτων Πατέρων απλανώς ευθεία τρίβω κατακολουθήσασα, ταις αγίαις και οικουμενικαίς πέντε Συνόδοις εν άπασιν ευσεβώς συνεφώνησε".26 Παρακάτω το ίδιον ως εξής, "Επομένη τε ταις τε αγίαις και οικουμενικαίς πέντε Συνόδοις και τοις αγίοις εγκρίτοις Πατράσι ...".27
Ο Α' Κανών της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου (691/2) σαφώς δογματίζει την θέσιν ταύτην των αγίων Πατέρων ως αυθεντικών της πίστεως ερμηνευτών ως εξής, "καί συνελόντα φάναι, πάντων των εν τη Εκκλησία του Θεού διαπρεψάντων ανδρών, οι γεγόνασι φωστήρες εν κόσμω, λόγον ζωής επέχοντες, την πίστιν κρατείν βεβαίαν και μέχρι συντελείας του αιώνος ασάλευτον διαμένειν θεσπίζομεν και τα αυτών θεοπαράδοτα συγγράμματά τε και δόγματα πάντας αποβαλλόμενοί τε και αναθεματίζοντες, ούς απέβαλον και ανεθεμάτισαν, ως της αληθείας εχθρούς και κατά Θεού φρυαξαμένους κενά και αδικίαν εις ύψος εκμελετήσαντας".28