Αι τρεις αυτοκρατορίαι της Τσαρικής Ρωσίας, της Μεγάλης Βρεταννίας και της Φράντσιας ίδρυσαν τον Νέον Ελληνισμόν και την δυτικοποιημένην Ορθοδοξίαν του μέσω των Μασώνων πρακτόρων τους όπισθεν του Αδαμαντίου Κοραή. Ίδρυσαν τας Θεολογικάς Σχολάς του ΚΠΑ και της Χάλκης δια να μεταμορφώσουν την θεραπευτικήν Ορθοδοξίαν των προφητών, των αποστόλων και των Πατέρων, που διασώζετο κυρίως εις τον μοναχισμόν, εις ομοίωμα της μεταφυσικής Τσαρικής Ορθοδοξίας. Παρ' ότι εις την Ελλάδα άρχισε προ ετών η επανάστασις κατά της προδοσίας αυτής, υπήρχαν και υπάρχουν ακόμη εκείνοι που συνεχίζουν να απορρίπτουν την θεραπευτικήν Ορθοδοξίαν. Εξακολουθούν να γράφουν συνταγάς φαρμάκων ή πνευματολογίας22 ή οντολογικο-μεταφυσικής23 ή προσωπισμού.24 Δια τούτο μάλιστα προωθούνται οι "ορθόδοξοι" ηγέται των ρευμάτων αυτών από το Βατικανό και το ΠΣΕ. Έχουν ειδικούς με την ευθύνη να παρακολουθούν τους Ορθοδόξους ηγέτας και θεολόγους δια να δημιουργήσουν φωτοστεφάνους γύρω απ' αυτούς που τους συμφέρει δια να επιβάλλουν μέσω αυτών την ποικιλίαν και την περιεκτικότητα που χαρακτηρίζει τας ιδικάς τους παραδόσεις. Δεν έχουν σκοπόν τον αφανισμόν της θεραπευτικής Ορθοδοξίας αλλά να την μεταβάλλουν εις μίαν εκ πολλών θέσεων της Ορθοδοξίας. Θεολογική Σχολή Χάλκης
Α4 Διεύθυνση Τουρκίας
Η Θεολογική Σχολή της Χάλκης ιδρύθηκε το 1844. Από τότε η Σχολή εκπαίδευε νέους κληρικούς, καλύπτοντας τις ανάγκες θρησκευτικής λειτουργίας και πνευματικής διακονίας του Οικουμενικού Θρόνου και των απανταχού Ορθοδόξων.
Μέχρι το 1971, η Σχολή υπαγόταν απ’ ευθείας στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας της Τουρκίας και το καθεστώς της διείπετο από τον «Κανονισμό λειτουργίας της Θεολογικής Σχολής Χάλκης». Αυτός εγκρίθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 1951 με απόφαση του Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας της Τουρκίας, ενεκρίθη και επεκυρώθη από την Ιερά Σύνοδο στις 5 Οκτωβρίου 1951 και ετέθη σε εφαρμογή στις 3 Οκτωβρίου 1953. Καίτοι η Σχολή παρείχε λυκειακή και επαγγελματική εκπαίδευση, οι τουρκικές αρχές διέκοψαν την λειτουργία της το 1971, με πρόσχημα την απαγόρευση της ιδιωτικής ανώτατης εκπαίδευσης. Αλλά ο ίδιος ο εγκεκριμένος από τις αρχές Κανονισμός λειτουργίας της, την χαρακτηρίζει επαγγελματική σχολή, η οποία παρέχει εκπαίδευση τουλάχιστον ενός έτους μετά το λύκειο.
Το ζήτημα της επαναλειτουργίας της Σχολής 1971-2007
Αίτημα του Πατριαρχείου είναι η επαναλειτουργία της Σχολής υπό το, προ του 1971, καθεστώς. Το αίτημα αυτό έχει διατυπωθεί επισήμως και κατ’ επανάληψιν. Το Πατριαρχείο επιθυμεί τη φοίτηση σε αυτή όλων των ορθοδόξων, ανεξαρτήτως ιθαγενείας. Και τούτο, όχι μόνο για ιστορικούς λόγους, αλλά και διότι επιθυμεί να στελεχώσει τον κλήρο του με αποφοίτους της Σχολής αυτής. Επίσης, επιθυμεί να διδάσκουν σε αυτή και αλλοδαποί καθηγητές, όπως συνέβαινε και παλαιότερα. Με τον τρόπο αυτό, η Σχολή θα διατηρήσει την αυτονομία της και θα αποφευχθεί η δημιουργία προβλημάτων εκκοσμίκευσης, η οποία είναι αντίθετη στην αληθή φύση της Σχολής ως Θρησκευτικού Σεμιναρίου προπαρασκευής για το στάδιο της ιεροσύνης.
Η επαναλειτουργία της Σχολής αποτελεί κατ’ ουσίαν υποχρέωση της Τουρκίας έναντι των πολιτών της, τα θρησκευτικά δικαιώματα των οποίων σαφώς παραβιάζονται από την επί τρεις και πλέον δεκαετίες υποχρεωτική διακοπή της λειτουργίας της. Συγκεκριμένα, προσβάλλεται ευθέως το δικαίωμα μίας Εκκλησίας να εκπαιδεύει τους κληρικούς της, κατά παράβασιν της Συνθήκης της Λωζάννης, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και άλλων διεθνών κειμένων, που αναφέρονται στα ανθρώπινα και μειονοτικά δικαιώματα και δεσμεύουν την Τουρκία. Το θέμα συνιστά σημαντικό σημείο στο κεφάλαιο των μεταρρυθμίσεων, οι οποίες πρέπει να επέλθουν για την βελτίωση της καταστάσεως των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Τουρκία, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής προοπτικής της, και καταγράφεται σε όλα τα κείμενα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (π.χ. βλ. ετήσιες Εκθέσεις Προόδου). Αναμένεται δε να συνεχίσει να απασχολεί την Ευρωπαϊκή Ένωση στο πλαίσιο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων.