Αρετή (φιλοσοφία)
Η πλέον διαδεδομένη αξία –όχι όμως και αρτιωμένη όπως θα θέλαμε να πιστεύουμε- στις διαφορετικές εκφάνσεις του ελληνικού, του ευρωπαϊκού και του παγκόσμιου πολιτισμού είναι πιθανώς η σύμπλοκη έννοια της αρετής. Ο Όμηρος εφαρμόζει τον όρο αδιάκριτα για τους Έλληνες και Τρώες ήρωες, θεμελιωμένο στον ηρωικό εθιμικό κώδικα, όπως και για γυναίκες (βλ. Πηνελόπη), θεμελιωμένο σε έναν άλλο εθιμικό κώδικα, αυτόν του οίκου. Τον χρησιμοποιεί, επίσης, για να αποδώσει την έννοια της ευημερίας, τις θεϊκές ιδιότητες ή την ποιότητα συγκεκριμένων πράξεων. Για τον Ηρόδοτο η έννοια συνδέεται με την ηρωική δράση. Φαίνεται πως ενάρετος γυναίκα ή άνδρας στον ομηρικό κόσμο είναι εκείνη ή εκείνος που χρησιμοποιεί όλες τις ικανότητές του, προκειμένου να επιτύχει το σκοπό του.
H αρετή, ως έννοια, περιλαμβάνει αρκετές από τις διαθέσιμες δυνατότητες της ανθρώπινης φύσης. Στην κλασική περίοδο ο Πλάτων επανειλημμένα επέστρεφε στο θέμα και τα στοιχεία της πρώιμης γραφής του δείχνουν ότι ο Σωκράτης, ο δάσκαλός του, βασανίστηκε εξίσου με το ζήτημα της αρετής. Η συστηματοποίηση των περιφερειακών ιδιοτήτων της έννοιας αρετή επιχειρήθηκε από τον Αριστοτέλη, τον μαθητή του Πλάτωνα, κυρίως στα Ηθικά Νικομάχεια, όσο και στα Ηθικά Ευδήμια και τα Ηθικά μεγάλα, χωρίς ωστόσο να γίνει δυνατή η προσέγγιση μιας αμετάβλητης ουσίας της έννοιας, η οποία θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αδιαμφισβήτητη δογματική θέση.
Πίνακας περιεχομένων[Απόκρυψη] |
[Επεξεργασία] Η διαφοροποίηση της αρετής ως έξης από τα πάθη
Σύμφωνα με τον φιλόσοφο τα συμβαίνοντα στην ανθρώπινη ψυχή είναι τρία: τα πάθη, δηλαδή τα συναισθήματα που συνδέονται με την ηδονή ή τον πόνο, οι δυνάμεις ή ικανότητες μέσω των οποίων είμαστε σε θέση να βιώνουμε τα συναισθήματα και οι έξεις, ο τρόπος με τον οποίο βιώνουμε τα πάθη, έτσι ώστε να είμαστε καλώς ή κακώς διακείμενοι προς αυτά. Αποκλείοντας τα πάθη και τις δυνάμεις –κάπως αυθαίρετα και με βάση τον κοινωνικό έπαινο ή τον ψόγο, δηλαδή κοινωνικές δυνάμεις μεταβλητές- ο Αριστοτέλης καταλήγει ότι οι αρετές είναι έξεις. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι οι αρετές δεν είναι πάθη, γιατί δε μας επαινούν ή μας κατηγορούν για τα συναισθήματα, αλλά για τις αρετές ή τα ελαττώματά μας. Επίσης, γινόμαστε ακούσια συναισθηματικοί, όταν μας καταλαμβάνουν τα πάθη, ενώ οι αρετές απαιτούν συνειδητό σκοπό και συνεπώς εκούσια διαχείριση. Τέλος, τα πάθη μας συγκινούν, ενώ οι αρετές όχι.
Οι αρετές δεν μπορούν να είναι δυνάμεις, γιατί δε μας επαινούν, ούτε μας κατηγορούν επειδή έχουμε την ικανότητα (δυνατότητα) να βιώνουμε τα συναισθήματα. Επίσης, οι δυνάμεις προσδίδονται στον άνθρωπο από τη φύση, ενώ οι αρετές είναι προϊόν εθισμού. Το συμπέρασμα, βέβαια, δια της μεθόδου του αποκλεισμού είναι ότι οι αρετές είναι έξεις, γεγονός που καθορίζει και το γένος της ουσίας της αρετής. Το ζήτημα είναι αν, διακρίνοντας τα είδη και το γένος της αρετής, μας οδηγεί ο φιλόσοφος στην ουσία της έννοιας της αρετής καθεαυτήν . Αμφίβολο, εκτός αν συμφωνήσουμε ότι το κέντρο βάρους της φιλοσοφίας του είναι η «έννοια του γίγνεσθαι ως πραγμάτωση της ουσίας μέσα στα φαινόμενα»!
Βάσει των παραπάνω η αρετή είναι μια επίκτητη και όχι εγγενής ποιότητα ενδεικτική της ψυχοσύνθεσής μας, που αποκαλύπτεται ή εκδηλώνεται σε δεδομένους τύπους συμπεριφοράς. Συμπεραίνοντας ότι η αρετή είναι κατάσταση του χαρακτήρα, έχουμε καθορίσει τι είδους πράγμα είναι αρετή. Εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι ο Αριστοτέλης δε λαμβάνει υπόψιν του τις αναμνήσεις, τις εικόνες, τις ικανότητες και άλλα περιεχόμενα του νου, αντίθετα από τον δάσκαλό του, πιθανώς επειδή εστιάζεται σε εκείνα τα περιεχόμενα που συνδέονται με τα συναισθήματα. Τα συναισθήματα είναι καταστάσεις του νου που εμπεριέχουν κάποιο συναίσθημα. Αλλά δεδομένου ότι περιλαμβάνουν και γνωστικές πτυχές, θα μπορούσαν λογικά να επηρεαστούν, κάτι που φαίνεται ότι ο φιλόσοφος θεωρεί κρίσιμο για τον καθορισμό της πορείας των ενάρετων ενεργειών.
Η αρετή λοιπόν είναι έθος ή επίκτητη ικανότητα επιλογής και το κεντρικό χαρακτηριστικό της -όπως θα δούμε- είναι η μεσότητα ή τήρηση του μέσου, όπως καθορίζεται από τον λόγο. Ο φιλόσοφος, βέβαια, δεν αρκείται στον προσδιορισμό του γένους της αρετής, ως έξη, αλλά τη συνδέει με την έννοια του έργου που επιτελεί. Χρησιμοποιεί την έννοια αρετή ως δηλωτική της αξίας εμψύχων και αψύχων όντων κατά τη στιγμή της τελείας και ολοκληρωμένης μορφής τους. Η αξία ενός πράγματος εξαρτάται από το έργο που επιτελεί. Έτσι, καθετί που δημιουργείται από τη φύση έχει δυναμική και σκοπό να επιτελέσει ένα συγκεκριμένο έργον. Η επίτευξη του έργου είναι ουσιαστικά και η εκπλήρωση του σκοπού της ύπαρξης. Προκειμένου να αποδείξει τη θέση του, χρησιμοποιεί το παράδειγμα του οφθαλμού, που γίνεται ενάρετος όταν βλέπει καλά και του ίππου, που γίνεται ενάρετος όταν τρέχει γρήγορα ή μεταφέρει με επιτυχία τον αναβάτη στο πεδίο της μάχης. Ο άνθρωπος, μέσω της αρετής που επιδεικνύει στην παραγωγή έργων, γίνεται αγαθός και τελειοποιείται για να περατώσει το έργο για το οποίο είναι ταγμένος σε σχέση με την κάθε αρετή.
Η αρετή επομένως, κατά τον Αριστοτέλη, δεν είναι φυσική προδιάθεση αλλά είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένης και συνειδητής δραστηριότητας, που γίνεται εν τέλει σταθερή ιδιότητα της ψυχής με την επίμονη άσκηση και τον εθισμό. Όλα αυτά βέβαια σε σχέση με την ιδιότητα του ελεύθερου πολίτη, ο οποίος στο κοινωνικό πλαίσιο της εποχής του έχει τη σχετική δυνατότητα να ασκεί την ελεύθερη βούλησή του. Για τους δούλους τα ανδράποδα δηλαδή και τους χειρώνακτες η επίδειξη της αρετής έγκειται στην υπακοή τους στην κεφαλή του οίκου.
[Επεξεργασία] Η θεωρία του Αριστοτέλη για τη μεσότητα και η εφαρμογή της
Η αναζήτηση της αρετής είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη, όπως φαίνεται, με την έννοια της μεσότητας καταρχήν, του έθους, της ευδαιμονίας και της φρόνησης. Αλλά τι εννοεί ο Αριστοτέλης όταν χρησιμοποιεί τις συγκεκριμένες έννοιες; Ο φιλόσοφος υποστηρίζει ότι ένας δίκαιος και σώφρων άνθρωπος είναι εκείνος που ενεργεί δίκαια και με σώφρονα τρόπο. Επίσης, υποστηρίζει ότι μπορούμε να γίνουμε δίκαιοι και σώφρονες πράττοντας απλώς το δίκαιο και το σώφρον. Πρέπει όμως να είναι κανείς ήδη δίκαιος και σώφρων προκειμένου να δρά με σωφροσύνη και δικαιοσύνη; Αν ναι, τότε περνάμε σε ένα φαύλο κύκλο αιτίου και αιτιατού, που μοιάζει πολύ με τη λαϊκή διλημματική ρήση «αν γέννησε η κότα το αυγό ή το αυγό την κότα». Ο Αριστοτέλης έντεχνα σπάζει αυτόν τον κύκλο και επιλύει το πρόβλημα. Ο γραμματικός δεν είναι απλά εκείνος που μιλά ορθά, γιατί αυτό μπορεί να γίνει και τυχαία, αλλά εκείνος που κατέχει τη γραμματική γνώση, όπως και ο μουσικός. Οποιοσδήποτε μπορεί να μάθει να μιλά σωστά ή να αρχίζει να παίζει μουσική πριν γίνει μουσικός. Αλλά για να είναι μουσικός ή γραμματικός οφείλει να κατέχει την ανάλογη γνώση –που έρχεται μέσω της επαναληπτικής δυναμικής του έθους και φυσικά της επιλογής ή προαίρεσης.
Όταν Αριστοτέλης μιλούσε για τις ηθικές αρετές, μιλούσε ουσιαστικά για τον ανθρώπινο χαρακτήρα, έτσι όπως διαμορφώνεται μέσω της δράσης. Θεώρησε ότι ο χαρακτήρας δεν είναι εγγενές χαρακτηριστικό, αλλά αποτέλεσμα της μάθησης μέσω της επαναλαμβανόμενης εμπειρίας. Βασικά, η ηθική φιλοσοφία του θα μπορούσαμε να πούμε ότι μπορεί να συμπυκνωθεί στη φράση «η αρετή είναι το μέσο μεταξύ δύο άκρων». Αλλά, όταν Αριστοτέλης μιλά για την αρετή ως μέσον, δε σκέφτεται τον μαθηματικό μέσο όρο, παρά το μαθηματικό του παράδειγμα. Δεν μπορούμε να καθορίσουμε την υπερβολή, το μέσον και την έλλειψη με μαθηματικούς κανόνες, καθώς τούτες οι ποιότητες εξαρτώνται εξ ολοκλήρου από το χαρακτήρα του εκάστοτε συναισθήματος ή πράξης που εξετάζουμε. Η ορθή διαχείριση των ανθρώπινων πράξεων βρίσκεται πάντα κάπου ανάμεσα στην υπερβολή και την έλλειψη, αλλά αυτό δεν είναι αντικειμενικό ή αντικειμενικά λειτουργικό κριτήριο. Είναι σχετικό και όχι απόλυτο. Τούτη η σχετική μεσότητα ερμηνεύεται ή εξετάζεται ανάλογα με την περίσταση. Συνεπώς το σχετικό δεν είναι αυθαίρετο –και τούτο έχει πιθανώς ιδιαίτερη σημασία- άλλα κάτι που πρέπει να καθοριστεί σε συμφωνία με την πραγματική κατάσταση και τη στιγμή. Σε ορισμένες περιπτώσεις πιθανώς χρειάζεται να κλίνει κανείς προς την πλευρά της υπερβολής ή το αντίθετο. Εδώ χρειάζεται να τονιστεί ότι δεν μπορούμε να εκλάβουμε το αριστοτέλειο δόγμα της μεσότητας ως παρότρυνση ή εξύμνηση της μετριοπάθειας στην ηθική ζωή, καθώς σε ό,τι αφορά στην ουσία της –και όχι στον ορισμό της μόνον- η ίδια η αρετή φαίνεται να είναι μια υπερβολή, μια ακρότητα.
Ο Αριστοτέλης, συνεχίζοντας τη θεωρία του για τη μεσότητα και τις εφαρμογές της στην πραγματική ζωή, προβαίνει στη διαπίστωση ότι δεν εμπίπτει στη σφαίρα επιρροής της μεσότητας κάθε πράξη και κάθε πάθος. Μιλώντας για πάθη όπως η επιχαιρεκακία, η αδιαντροπιά και ο φθόνος θεωρεί ότι είναι κοινώς αποδεκτά ως αρνητικά και ποταπά. Επίσης, ως προς τις πράξεις δηλώνει ότι δεν εμπεριέχουν στην εκδήλωσή τους το καλό ή το κακό ούτε διαφοροποιούνται σε σχέση με τον τρόπο, τον χρόνο ή τον σκοπό. Επιπλέον, τονίζει ότι η υπερβολή ή η έλλειψη που προκύπτει από την αναζήτηση της μεσότητας -ως προς τα πράγματα και ως προς εμάς- δεν μπορεί να εμπεριέχεται στη διαδικασία αναζήτησης της μεσότητάς των πραγμάτων. Ως ακραίες καταστάσεις τόσο η έλλειψη όσο και η υπερβολή είναι αρνητικές. Έτσι σε ό,τι αφορά σε αρετές όπως είναι η σωφροσύνη ή η ανδρεία, δεν μπορεί να αναζητηθεί η μεσότητά τους, γιατί η όποια απόκλιση από τη μεσότητα τείνει ή προς την έλλειψη ή προς την υπερβολή, με αποτέλεσμα η αρετή να μετατρέπεται σε κακία και να χάνει την ισορροπία της.
[Επεξεργασία] Ο αριστοτελικός ορισμός της αρετής
Η υψηλότερη ανθρώπινη δυνατότητα είναι η γνώση και όλες οι άλλες ανθρώπινες δυνατότητες προέρχονται από αυτή την κεντρική ικανότητα. Η αρετή στις φιλοσοφικές αναζητήσεις του Αριστοτέλη συνδέεται αξεδιάλυτα με την ανθρώπινη σοφία, στην οποία εντοπίζει ο φιλόσοφος το ύψιστο ανθρώπινο δυναμικό. Εάν η αρετή είναι γνώση και μελέτη, η υψηλότερη ανθρώπινη γνώση είναι η γνώση για την ίδια τη γνώση. Υπό αυτή την έννοια η θεωρητική μελέτη της ανθρώπινης γνώσης, την οποία αποκαλεί ο Αριστοτέλης θεωρείν, δηλαδή «ενατένιση», είναι η υψηλότερη ανθρώπινη δυνατότητα και ευδαιμονία, και εδώ πιστεύουμε πως ο Αριστοτέλης βρίσκεται σε απόλυτη συμφωνία με το δάσκαλό του.
Αν και καθοδηγείται από τη σαφή νοησιαρχία και τον ηθικό ευδαιμονισμό της εποχής του, τον οποίο ακολουθεί ως ένα σημείο, διαφοροποιείται όμως ως προς την ηθική έννοια της αρετής με την ιδέα του έθους. Οι αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ανθρώπινη φύση είναι αντίθετη προς τη γέννησή τους. Μπορεί εκ φύσεως να είναι επιδεκτικός ο άνθρωπος στις αρετές, αλλά μπορεί να τελειωθεί σε αυτές μόνο με τη διαδικασία του έθους. Οι διανοητικές και οι ηθικές αρετές αντιπροσωπεύουν τα είδη της ουσίας της αρετής.
H εναγώνια αυτή αναζήτηση των φιλοσόφων για την έννοια της αρετής δεν είναι στην πραγματικότητα τίποτα άλλο από αναζήτηση των διαφορετικών λειτουργιών της ψυχής, μιας έννοιας που υπεισέρχεται με διάφορους τρόπους τόσο στους πλατωνικούς διαλόγους όσο και στην αριστοτέλεια θεώρηση. Ακόμη και ο όρος ευδαιμονία, ο τελικός σκοπός της επιστημονικής έρευνας σύμφωνα με τον Αριστοτέλη εμπεριέχει στο συστατικό του δαίμων, την ιδέα της ψυχής.
Η συστηματική μελέτη της έννοιας της αρετής στον Αριστοτέλη απαιτεί επί της ουσίας πραγματευτική ικανότητα και σαφείς θεμελιακές γνώσεις στο αντικείμενο της φιλοσοφίας, κάτι εγείρει πολλά ερμηνευτικα ζητήματα. Από τα παραπάνω, ωστόσο, μπορούμε να συνοψίσουμε με σχετική ασφάλεια πως η αρετή είναι τμήμα του καθορισμού της ευτυχίας και είναι εν μέρει διανοητική, εν μέρει ηθική. Η διανοητική αρετή ενθαρρύνεται με τη διδασκαλία και απαιτεί εμπειρία και χρόνο. Η ηθική αρετή είναι το αποτέλεσμα του έθους. Διατηρώντας κατά νου ότι η αναζήτηση του Αριστοτέλη δεν είναι μόνον θεωρητική αλλά και πρακτική, βλέπουμε ότι ο έσχατος σκοπός της έρευνάς του είναι το πώς μπορεί να γίνει ο άνθρωπος ενάρετος. Τούτο το επιτυγχάνει με τον κανόνα του μέσου, ενός μέσου όμως που είναι κατ’ ανάγκην σχετικό για κάθε ανθρώπινη ύπαρξη και καθορίζεται από τη λογική και τη φρόνηση του ατόμου.
Ο ορισμός του Αριστοτέλη για την αρετή «ως μέσον ανάμεσα σε δύο ακρότητες» είναι σχετικός και ρευστός -όπως και η ίδια η φύση της ηθικής επιστήμης- και δεν αποδίδει την καθαρή ουσία της έννοιας της αρετής. Καθορίζει μεν σε πρακτικό επίπεδο τον τρόπο επίτευξής της, αλλά της αποδίδει τον ευκαιριακό χαρακτήρα του εκάστοτε χωρικού και χρονικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο επιδιώκεται και από το οποίο απορρέει ταυτόχρονα.